τρίπλευρος

Revision as of 13:00, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A three-sided, Str.5.1.2; Astrol., trine, of aspect, Max.52,447, Cat.Cod.Astr.1.146; facing three ways, of a column on the march, Arr.Tact.28.4,5, Ael.Tact. 36.4,5.    II τρίπλευρα, τά, perh. part of a victim, SIG982.22 (Pergam., ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 1146] von, mit drei Seiten, dreiseitig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίπλευρος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς πλευράς, σχῆμα τρ. Στράβ. 210, Μάξιμ. π. καταρχ. 52, Ἀρρ. Τακτ. σ. 66.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois côtés.
Étymologie: τρεῖς, πλευρά.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίπλευρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις πλευρές («τρίπλευρα σχήματα»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το τρίπλευρο
μαθημ. γεωμετρικό επίπεδο σχήμα με τρεις πλευρές, τρίγωνο
αρχ.
1. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ τρίπλευρον
το σφαιρικό τρίγωνο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ τρίπλευρα
τμήμα του σφαγίου θυσίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πλευρος (< πλευρά), πρβλ. πεντά-πλευρος].

Greek Monotonic

τρίπλευρος: -ον (πλευρά), αυτός που έχει τρεις πλευρές.

Middle Liddell

τρί-πλευρος, ον, πλευρά
three-sided.