γραπτήρ

Revision as of 13:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A writer, AP6.66 (Paul. Sil.), Man.1.132 (pl.).

German (Pape)

[Seite 505] ῆρος, ὁ, der Schreiber, Maneth. 1, 132; μόλιβος Paul. Sil. 52 (VI, 66).

Greek (Liddell-Scott)

γραπτήρ: ῆρος, ὁ, συγγραφεύς, γράφων, Μανέθ. 1. 132, Ἀνθ. Π. 6. 66.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
écrivain.
Étymologie: γράφω.

Spanish (DGE)

-ῆρος, ὁ
escritor καλάμοιο γραπτῆρες πιτυνοί Man.1.132, fig. ref. a un plomo para escribir AP 6.66 (Paul.Sil.).

Greek Monolingual

γραπτήρ, ο (Α) γράφω
ο συγγραφέας.

Greek Monotonic

γραπτήρ: -ῆρος, ὁ (γράφω), συγγραφέας, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

γραπτήρ: ῆρος ὁ вычеркивающий, начертывающий (μόλιβος γ. κελεύθου Anth.).

Middle Liddell

γράφω
a writer, Anth.