βραδυτής

Revision as of 13:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ῆτος, ἡ,

   A slowness, sluggishness, βραδυτῆτί τε νωχελίη τε Il.19.411; so of persons, S.Ant.932 (anap.), Th.1.71, 5.75, Pl.Phd. 109d, Thphr.Char.14.1: in pl., Isoc.4.141, D.18.246: lit. slowness, opp. τάχος, Pl.Ti.39b, cf. Arist. Ph.228b29.

German (Pape)

[Seite 461] ῆτος, ἡ, Langsamkeit, Trägheit, Il. 19, 411 (ἅπαξ εἰρημ.); Soph. Ant. 932; Prosa, Plat. öfter, wie Folgde. Ggstz. τάχος Gorg. 496 b; plur., ἔνεισι ἐν ταῖς βασιλέως πράξεσιν Isocr. 1, 142; vgl. Dem. 18, 246. – Vom Geiste, Stumpfsinn, Theophr. Ch. 14.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰδυτής: ῆτος, ἡ, βραδύτης, ἀργοπορία, βραδυτῆτί τε νωχελίῃ τε Ἰλ. Τ. 411· ἀκολούθως ἐν Σοφ. Ἀντ. 932, Θουκ. 1, 71., 5. 75, Πλάτ. κτλ.· κατὰ πληθ., Ἰσοκρ. 70Α, Δημ. 308. 29. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, Πλάτ. Φαίδων. 109C, Θεόφρ. Χαρ. 14.

French (Bailly abrégé)

ῆτος (ἡ) :
mieux que βραδύτης;
lenteur, nonchalance ; particul. lenteur d’esprit.
Étymologie: βραδύς.

English (Autenrieth)

ῆτος: slowness, Il. 19.411†.

Spanish (DGE)

-ῆτος, ἡ
1 lentitud, indolencia ref. a pers. ἡμετέρῃ βραδυτῆτι τε νωχελίῃ τε Il.19.411, ἐς ... ἀβουλίαν ... καὶ βραδυτῆτα Th.5.75, διὰ ... βραδυτῆτα ... καὶ ἀσθένειαν Pl.Phd.109d, ἐν ταῖς πράξεσιν Isoc.4.141, ἐν λόγοις Thphr.Char.14.1, ἴσθι ... τὴν βραδυτῆτα ... οὐ μικρὰν βλάβην τῷ ταμείῳ φέρειν SB 7741.12 (II d.C.?) en BL 3.193, παρέχων αὑτῷ διὰ τῆς βραδυτῆτος μακροτέραν ἡδονήν al beber, Longus 3.8.2, cf. S.Ant.932, Th.1.71, D.18.246.
2 lentitud ref. al mov. en fenómenos naturales, op. a τάχος: ἵνα δ' εἴη μέτρον ἐναργές τι πρὸς ἄλληλα βραδυτῆτι καὶ τάχει de los astros, Pl.Ti.39b, ταχυτῆτι γὰρ καὶ βραδυτῆτι ἐνίοτε διώρισται Arist.Ph.228b26, cf. 29, Ocell.8, Vett.Val.183.8, en el curso de una enfermedad τάχος μὲν τὸ θέρος, β. δὲ ὁ χειμὼν προστίθησιν Gal.17(2).386, τῆς ἀναβάσεως βραδυτῆτα del Nilo POxy.2569.19 (III d.C.)
en la composición musical οἱ πλέον ἢ δεῖ τὴν βραδυτῆτα διὰ συνθέτων φθόγγων ποιούμενοι Aristid.Quint.33.10.

Greek Monotonic

βρᾰδυτής: -ῆτος, ἡ (βραδύς),
1. αργοπορία, βραδύτητα, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.
2. λέγεται για το μυαλό, το πνεύμα, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰδῠτής: ῆτος ἡ медленность, медлительность, неторопливость Hom., Soph., Thuc., Plat., Arst.; pl. Isocr., Dem.

Middle Liddell

βραδύς
1. slowness, Il., attic
2. of the mind, Plat.