ἀπολείχω

Revision as of 14:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A lick off, ἕλκη, v.l. for ἐπι-, A.R.4.478, cf. Epic. in Arch.Pap.7.6, Ath.6.250a, Sch.Il.Oxy.221ii33; lick clean, c. gen. partit., φόνου Ev.Luc.16.21.

German (Pape)

[Seite 311] ablecken, Ath. VI, 250 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολείχω: λείχων ἀφαιρῶ ἔκ τινος, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 478· λείχω, λείχων καθαρίζω τι, οἱ κύνες ἀπέλειχον τὰ ἕλκη αὐτοῦ Εὐαγγ. Λουκ. ις΄, 21.

French (Bailly abrégé)

essuyer en léchant.
Étymologie: ἀπό, λείχω.

Spanish (DGE)

lamer c. ac. τὸν σίαλον Ath.250a, cf. Sch.Er.Il.21.123 (p.85)
c. gen. τρὶς δ' ἀπέλειξε φόνου tres veces lamió la sangre A.R.4.478.

English (Strong)

from ἀπό and leicho (to "lick"); to lick clean: lick.

English (Thayer)

(imperfect ἀπέλειχον); to lick off, lick up: R G; cf. ἐπιλείχω. (Apollonius Rhodius, 4,478); Athen. vi. c. 13, p. 250a.)

Greek Monolingual

ἀπολείχω (Α) λείχω
αφαιρώ, καθαρίζω γλείφοντας.

Greek Monotonic

ἀπολείχω: μέλ. -ξω, καθαρίζω γλείφοντας, λέγεται για σκύλους, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἀπολείχω: слизывать, облизывать (τὰ ἕλκη NT - v. l. ἐπιλείχω).

Middle Liddell

to lick clean, NTest.