ἀντιπρεσβεύομαι

Revision as of 15:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

Med.,

   A send counter-ambassadors, Th.6.75, Luc. Peregr.16: c. dat., Paus.7.9.5:—Act. in Aristid.1.372J., App.Mith. 87.

German (Pape)

[Seite 259] dagegen, ebenfalls Gesandteschicken, Thuc. 4, 118. 6, 75; act., Pol. 8, 138.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπρεσβεύομαι: μέσ., ἀποστέλλω πρέσβεις πρός τινα ὅπως ἀντιπράξωσι κατὰ τῶν πεμφθέντων ὑπ’ ἄλλου, ἀντεπρεσβεύοντο καὶ αὐτοὶ Θουκ. 6.75, Λουκ. Περεγρ. 16· μετὰ δοτ. Παυσ. 7.9, 5.

French (Bailly abrégé)

envoyer une ambassade à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, πρεσβεύω.

Greek Monolingual

ἀντιπρεσβεύομαι (Α)
στέλνω σε ανταπάντηση πρέσβεις σε κάποιον που έστειλε πρέσβεις προηγουμένως.

Greek Monotonic

ἀντιπρεσβεύομαι: μέλ. -σομαι, Μέσ., αποστέλλω πρέσβεις με τη σειρά μου, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπρεσβεύομαι: отправлять и со своей стороны послов Thuc., Luc.

Middle Liddell


Mid. to send counter-ambassadors, Thuc.