ἀμφέλικτος

Revision as of 15:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

German (Pape)

[Seite 133] ringsumwunden, Eur. Herc. F. 399.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφέλικτος: ον καὶ ἀμφελικτός, όν, ποιητ. ἀντὶ ἀμφιέλ-, συνεσπαρμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 399.

Greek Monolingual

ἀμφελικτός, -ή, -ὸν (Α) ἀμφελίσσω
(ποιητικός τύπος αντί ἀμφιελικτὸς) συσπειρωμένος, κουβαριασμένος.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφέλικτος: свернувшийся, обвившийся (δράκων Eur.).

Middle Liddell

poet. for ἀμφιέλικτος
coiled round, Eur.