ἀνηπύω

Revision as of 16:18, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A sound, αὐλοῦ ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98.    2 c. acc., sing aloud, ὑμέναιον A.R.4.1197.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνηπύω: μέλλ. -σω, = ἀναφωνέω, ἐκπέμπω φωνήν, ᾄδω, λιγὺν ἦχον ἀνηπύοντος ἀκούειν Μόσχ. 2. 98· ἱμερόενθ’ Ὑμέναιον ἀνήπυον Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1197· [περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἐν λ. ἠπύω].

French (Bailly abrégé)

dire à haute voix, crier.
Étymologie: ἀνά, ἠπύω.

Spanish (DGE)

1 resonar, sonar αὐλοῦ ... ἦχον ἀνηπύοντος Mosch.2.98.
2 c. ac. cantar νύμφαι ... ὑμέναιον ἀνήπυον A.R.4.1197.

Greek Monotonic

ἀνηπύω: μέλ. -σω, εκπέμπω φωνή, τραγουδώ, βρυχώμαι, σε Μόσχ. (βλ. ἠπύω).

Middle Liddell

[v. ἠπύω
to cry aloud, roar, Mosch.