ἀπομνημονεύω

Revision as of 16:30, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

   A relate from memory, Pl.Phdr.228a, etc.:—Pass., to be recorded, ἀπομνημονεύεται ὁπόστος ἐγένετο X.Ages.1.2.    2 remember, call to mind, Pl.Plt.268e, Phd.103b, Ly.211a, D.19.13, Aeschin.3.16, etc.; keep in mind, διδαχήν Pl.Plt.273b,al.    3 ἐπὶ τούτου τὠυτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι gave his son the same name in memory of a thing, Hdt.5.65.    4 ἀ. τινί τι bear something in mind against another, X.Mem.1.2.31, Aeschin.1.129, 3.208; οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀ. Arist.EN1125a4.    5 τινί τι bear in mind favourably, πατρικὰς εὐεργεσίας D.Ep. 3.19; χάριν Luc.Sacr.2, JTr.40.

German (Pape)

[Seite 315] 1) erinnern, ins Gedächtniß rufen, Plat. Soph. 241 b u. öfter; τὠυτὸ ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι Her. 5, 65, er gab dem Kinde denselben Namen zum Andenken. – 2) hersagen, erzählen, λόγους Plat. Theag. 121 d; πρός τινα Tim. 20 e; aus dem Gedächtniß erzählen, Dem. 19, 13. – 3) sich erinnern, eingedenk sein, ὅ φασι γενέσθαι ποτέ Plat. Polit. 268 e; im Gedächtniß festhalten πεντήκοντα ὀνόματα Hipp. mai. 285 e; Einem etwas im Guten od. Bösen gedenken, Xen. Mem. 1, 2, 31 Aesch. 3, 208; vgl. 1, 111; τινὶ εὐεργεσίας Dem. Epist. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπομνημονεύω: διηγοῦμαι ἀπὸ μνήμης, ἐπαναλαμβάνω, οἴει με, ἃ Λυσίας ἐν πολλῷ χρόνῳ κατὰ σχολὴν συνέθηκε… ταῦτα ἰδιώτην ὄντα ἀπομνημονεύσειν ἀξίως ἐκείνου; Πλάτ. Φαῖδρ. 228Α, κτλ.: ― Παθ., ἀπομνημονεύεται ὅπόστος ἐγένετο Ξεν. Ἀγησ. 1, 2. 2) ἐνθυμοῦμαι, ἀνακαλῶ εἰς τὴν μνήμην μου, Πλάτ. Πολιτικ. 568Ε, Φαίδων 103Α, Δημ. 345. 10, Αἰσχίν. 56. 7, κτλ.: ― διατηρῶ ἐν τῇ μνήμη μου, Πλάτ. Πολιτ. 273Β, κ. ἀλλ. 3) ἐπὶ τούτου δὲ τωὐτὸ οὔνομα ἀπεμνημόνευσε… τῷ παιδὶ θέσθαι, ἔδωκεν εἰς τὸν υἱόν του τὸ αὐτὸ ὄνομα πρὸς ἀνάμνησιν πράγματός τινος, Ἡρόδ. 5. 65. 4) ἀπ. τινί τι, ἔχω τι ἐν τῇ μνήμῃ ἐναντίον ἑτέρου (πρβλ. ἀπομιμνήσκομαι), Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 31, Αἰσχίν. 15. ἐν τέλ., 83. 39· οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀπομνημονεύειν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 8, 30.

French (Bailly abrégé)

1 remettre en mémoire, rappeler le souvenir de : ἐπὶ τούτου τὠυτὸ ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι HDT il conserva le souvenir de cet événement en donnant le même nom à son enfant;
2 se rappeler, conserver dans son souvenir ; en mauv. part ἀπ. τινι conserver rancune à qqn de qch.
Étymologie: ἀπό, μνημονεύω.

Spanish (DGE)

I 1ref. a la actividad oral, c. ac. recitar de memoria ἅπαξ ἀκούσας πεντήκοντα ὀνόματα ἀπομνημονεύσω Pl.Hp.Ma.285e, αὐτά Philostr.VS 495
recordar de palabra, relatar, referir, contar λόγους τινάς Pl.Thg.121d, οὐκ ὀρθῶς ἀπεμνημόνευέ σοι τοὺς ἐμοὶ περὶ σοῦ γενομένους λόγους Pl.Clit.406a, κἂν ... δύνωμαι ἀπομνημονεῦσαι ἅ σοι σύνοιδα Aeschin.3.57, cf. D.19.13, ταύτας διὰ στόματος Eus.DE 2.1 (p.52.24)
en cont. neg. echar en cara ἐκεῖνο ... αὐτῷ Aeschin.3.208
en v. pas. λόγος αὐτοῦ ἀπομνημονεύεται se refiere un dicho suyo X.Cyr.8.2.14, cf. D.C.60.35.3, ἀπεμνημονεύετο δὲ ὑπὸ τῶν ἡμετέρων προγόνων fue transmitido por nuestros antepasados Pl.Plt.271a, cf. Criti.110b
c. gen. mencionar, citar ποιημάτων Plu.2.646e, τοῦ παραλύτου Amph.Mesopent.4
abs. o c. adv. relatar, contar ὀρθῶς Pl.Sph.241b, ἀνδρικῶς Pl.Phd.103b, καλῶς Pl.Plt.293a, ὡς ἀπεμνημόνευεν αὖ πρὸς ἡμᾶς ὁ γέρων Pl.Ti.20e
op. texto escrito οἴει με, ἃ Λυσίας ... συνέθηκε, δεινότατος ὢν τῶν νῦν γράφειν, ταῦτα ... ἀπομνημονεύσειν ἀξίως ἐκείνου; ¿crees que yo seré capaz de decir de memoria en forma digna de él, lo que Lisias compuso siendo el mejor de los que escriben ahora? Pl.Phdr.228a, ref. a la confección de los Evangelios οὐδὲν ἥμαρτεν Μάρκος, οὕτως ἔνια γράψας ὡς ἀπεμνημόνευσεν Papias 2.15, οἱ ἀπομνημονεύοντες los Evangelistas Iust.Phil.Apol.33.5, Origenes Io.6.34 (p.143.29).
2 de la memoria solamente recordar, acordarse abs. ἀπεμ[νημόν] ευεν ἢ ἀνάλογον τ[ῇ μ] νημον[εύ] σει πάθος ἰσχάνετο recordaba o sufría una afección parecida al recuerdo Epicur.Fr.[34.19] 1, c. ac. ἀκήκοας ... καὶ ἀπομνημονεύεις ὅ φασι γενέσθαι τότε Pl.Plt.268e, τὴν τοῦ δημιουργοῦ ... διδαχήν Pl.Plt.273b, ὄψεις πολλὰς ἀπομνημονεύοντας acordándose de muchas visiones Pl.Lg.910a, cf. Criti.118a, en v. pas., Pl.Ti.46a, ὑμέτερον ἔργον ἐστὶν ἀπομνημονεύειν ... τὸν νόμον vuestra tarea es recordar la ley Aeschin.3.16
de cosas favorables tener buen recuerdo, recordar agradecido, agradecer τὴν εὐεργησίαν Hyp.Ath.31, esp. c. ac. objeto y dat. de pers. ὅσοις μέντοι πατρικὰς εὐεργεσίας ἀπεμνημονεύσατε D.Ep.3.19, τὴν χάριν αὐτοῖς Luc.Sacr.2, cf. ITr.40, en v. pas., X.Ages.1.2, Plu.2.287c, παρὰ τῶν σεμνοτάτων βασιλέων ἀπομνημονεύ[εται] εἰς τὸν ἅπαντα χρόνον AfP 5.416.10 (II a.C.)
de cosas negativas recordar rencorosamente τὴν ὀργήν Aeschin.3.85
c. dat. de pers. tenérsela guardada, guardar rencor αὐτῷ X.Mem.1.2.31, αὐτοῖς Aeschin.1.111, abs. οὐδὲ μνησίκακος· οὐ γὰρ μεγαλοψύχου τὸ ἀ. Arist.EN 1125a4.
3 c. inf. decidir como recuerdo, en memoria οὔνομα ... τῷ παιδὶ θέσθαι Hdt.5.65.
II c. ac. borrar de la memoria Greg.Cor.de comp.70.

Greek Monolingual

ἀπομνημονεύω)
προσπαθώ να συγκρατήσω, συγκρατώ στη μνήμη μου, αποστηθίζω
αρχ.
1. διηγούμαι από μνήμης
2. ανακαλώ στη μνήμη μου
3. «ἀπομνημονεύω τινί τι»
ἔχω ἄσχημη ἐντύπωση, σκέπτομαι κακό για κάποιον
4. φρ. «ἀπομνημονεύω ὄνομα» — δίνω όνομα για ανάμνηση κάποιου πράγματος.

Greek Monotonic

ἀπομνημονεύω: μέλ. -σω·
1. αφηγούμαι από μνήμης, εξιστορώ, επαναλαμβάνω, σε Πλάτ.
2. ενθυμούμαι, ανακαλώ στη μνήμη μου, στον ίδ.· ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῷ παιδὶ θέσθαι, έδωσε το συγκεκριμένο όνομα στον γιο του εις ανάμνηση κάποιου πράγματος ή συμβάντος, σε Ηρόδ.
3. ἀπομνημονεύω τί τινι, κρατώ στη μνήμη μου κάτι εναντίον κάποιου, μνησικακώ, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀπομνημονεύω: 1) рассказывать по памяти Xen., Plat., Plut.;
2) припоминать, напоминать Plat., Aeschin., Dem.: ἐπί τινος οὔνομα ἀπομνημονεῦσαί τινι θέσθαι Her. дать кому-л. имя в память о ком-л.;
3) запоминать, помнить (πεντήκοντα ὀνόματα Plat.);
4) таить в душе злобу, не прощать (τινί Xen., Aeschin.).

Middle Liddell


1. to relate from memory, relate, recount, Plat.
2. to remember, call to mind, Plat.; ὄνομα ἀπεμνημόνευσε τῶι παιδὶ θέσθαι gave his son the name in memory of a thing, Hdt.
3. ἀπ. τί τινι to bear something in mind against another, Xen.