νεκρόπολις

Revision as of 19:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A city of the dead, a name given to a suburb of Alexandria, Str.17.1.10 and 14.

Greek (Liddell-Scott)

νεκρόπολις: -εως, ἡ, ἡ πόλις τῶν νεκρῶν, ὄνομα προαστείου τινὸς τῆς Ἀλεξανδρείας, «ἐν ᾧ κῆποί τε πολλοί, καὶ ταφαί, καὶ καταγωγαὶ πρὸς τὰς ταριχείας τῶν νεκρῶν ἐπιτήδειαι» Στράβων 795. 799.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
nécropole.
Étymologie: νεκρός, πόλις.

Greek Monotonic

νεκρόπολις: -εως, ἡ, η πόλη των νεκρών, όνομα προαστίου της Αλεξάνδρειας που χρησίμευε ως τόπος ταφής, σε Στράβ.

Middle Liddell

νεκρό-πολις, εως,
city of the dead, a suburb of Alexandria used as a burial place, Strab.