βοτάμια

Revision as of 20:25, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

τά, (βόσκω)

   A pastures, dub. in Th.5.53.

German (Pape)

[Seite 454] τά, die Weideplätze, Thuc. 5, 53, od. Weidegeld; Andere lesen nach mss. ὑπὲρ παραποταμίων.

Greek (Liddell-Scott)

βοτάμια: τά, (βόσκω) βοσκαί, ἀμφίβ. παρὰ Θουκ. 5. 53· ἄλλ. παραποτάμια.

French (Bailly abrégé)

ων (τά) :
pâturages.
Étymologie: cf. βοτάνη.

Spanish (DGE)

-ων, τά
pastosδέον ἀπαγαγεῖν οὐκ ἀπέπεμπον ὑπὲρ βοταμίων Th.5.53.

Greek Monotonic

βοτάμια: τά (βόσκω), λιβάδια, βοσκοτόπια, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

βοτάμια: v. l. παραποτάμια τά пастбища Thuc.

Middle Liddell

βόσκω
pastures, meadows, Thuc.