δεραγχής

Revision as of 20:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ές,

   A throttling, πάγαι ib.107 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 548] ές, den Hals zuschnürend, πάγαι Philp. 8 (VI, 107).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui serre le cou.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.

Spanish (DGE)

-ές
que aprieta el cuello, que estrangula πάγαι AP 6.107 (Phil.).

Greek Monolingual

δεραγχής, -ές (Α) δεράγχη
αυτός που σφίγγει τον λαιμό, ο πνιγηρός.

Russian (Dvoretsky)

δεραγχής: сдавливающий шею (πάγαι Anth.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεραγχής -ές [δεράγχη] wurgend.

Middle Liddell

ἄγχω
throttling, Anth.