δαίδαλος

Revision as of 20:48, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

English (LSJ)

ον,

   A cunningly or curiously wrought, μάχαιρα Pi.N.4.59 (Did., Δαιδάλου codd.); πέπλος A.Eu.635: in Hom. only neut. as Subst., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν . . to frame all cunning works, Il.5.60, al.; τεκτόνων δ. Pi.P.5.36, cf. Opp.C.1.355: also in sg., Od.19.227.    2 spotted, speckled, or perh. rather, sheeny, shot with light, of fish, Opp.C.1.58.    II as pr. n., Δαίδαλος, ὁ, Daedalus, i. e. the Cunning Worker, the Artist, traditional name for the first sculptor, Il.18.592, Pl.Men.97d: hence δαίδαλα, τά, = statues, Paus.9.3.2: also Δαίδαλα, τά, festival of Hera at Argos, ib., Plu.Daed.tit.

German (Pape)

[Seite 514] ον, = δαιδάλεος, μάχαιρα Pind. N. 4, 59; πέπλος Aesch. Eum. 605; bunt, Opp. C. 3, 347. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

δαίδᾰλος: ον (δαιδάλλω)· -ὡς τό δαιδάλεος, εὐφυῶς ἢ τεχνηέντως εἰργασμένος, μάχαιρα Πίνδ. Ν. 4. 95 (ἐξ εἰκασίας τοῦ Böckh.)· πέπλος Αἰσχύλ. Εὐμ. 635· ἀλλά παρ’ Ὁμ. ἀείποτε κατ’ οὐδέτ. ὡς οὐσιαστ., ὃς χερσὶν ἐπίστατο δαίδαλα πάντα τεύχειν…, νά κατασκευάζῃ παντός εἴδους ἔντεχνα ἔργα, Ἰλ. Ε. 60, πρβλ. Ξ. 179, Σ. 482, πρβλ. Πίνδ. Π. 5. 48· ὡσαύτως καθ’ ἑνικ., Ὀδ. Τ. 227· ἴδε περὶ τὸ τέλος. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, Δαίδαλος, ὁ, ὁ εὐφυὴς τεχνίτης, ἐκ Κνωσοῦ τῆς Κρήτης σύγχρονος Μίνωος, ὁ πρῶτος γλύπτης ὅστις ἔδωκεν εἰς τὰ ἀγάλματα κίνησιν καὶ διέστησε τοὺς πόδας των, ἴδε Στάλβ. Πλάτ. Μένωνι 97D· Εὔχειρ (ὁ δεξιάν, ἐπιτηδείαν ἔχων χεῖρα) ἦτο ὁ μυθικός αὐτοῦ συγγενής, Ἀριστοτ. Ἀποσπ. 344· -ὁ Ὅμηρος τὸν ἀναφέρει, Ἰλ. Σ. 592, ὡς τὸν ποιητὴν χοροῦ (ὅ ἴδε) διὰ τὴν Ἀριάδνην· -ἐξ αὐτοῦ τὰ ἀγάλματα ἐκλήθησαν δαίδαλα, Παυσ. 9. 3, 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 travaillé avec art;
2 travaillé en relief ; orné de broderies, brodé.
Étymologie: R. Δαλ, creuser, ciseler, avec redoubl. ; cf. lat. dolare.

English (Slater)

δαίδᾰλος n. pl. pro subs. = δαιδάλματα,
   1 workmanship ἀλλὰ κρέμαται ὁπόσα χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλ' ἄγων Κρισαῖον λόφον ἄμειψεν ἐν κοιλόπεδον νάπος θεοῦ (Pauw: δαιδάλματ codd.) (P. 5.36)

Greek Monolingual

ο (Α δαίδαλος, -ον)
(το αρσ. ως κύριο όνομα) Δαίδαλος, ο
μυθικός τεχνίτης και γλύπτης από την Κνωσσό, σύγχρονος του Μίνωος
νεοελλ.
1. περίπλοκος διάδρομος ή σύστημα διαδρόμων όπου δεν είναι εύκολο να βρει κανείς την έξοδο («οι δαίδαλοι του ανακτόρου»)
2. περίπλοκη σειρά (κυρίως στη διατύπωση) την οποία δύσκολα παρακολουθεί κανείςδαίδαλος επιχειρηματολογίας»)
αρχ.
Ι. ως επίθ.
1. δουλεμένος περίτεχνα
2. πολύχρωμος, κατάστικτος
II. ως ουσ.
1. (το ουδ. εν.) δαίδαλον, το
κόσμημα ενδύματος
2. (το ουδ. πληθ.) α) καλλιτεχνήματα
β) γλυπτά έργα
γ) γιορτή της Ήρας στο Άργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρ' όλο που ανήκουν στην ίδια γλωσσική οικογένεια, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί με ακρίβεια η σχέση μεταξύ τών δαίδαλος, δαίδαλον, δαιδάλλω. Υποστηρίχτηκε ότι το δαιδάλλω είναι μετονοματικό παράγωγο τών δαίδαλος, δαίδαλον, ενώ κατ' άλλους το δαιδάλλω είναι παλαιός επιτατικός τ. ενεστώτα που σχηματίστηκε με αναδιπλασιασμό και του οποίου παράγωγα είναι τα δαίδαλος, δαίδαλον. Οι δύο αυτές ετυμολογίες συγκλίνουν πιθ. σε μια κοινή ινδοευρ. προέλευση από ρίζα del- «σχίζω, κλαδεύω», που απαντά ίσως και στα δέλτος, δηλέομαι (πρβλ. λατ. dolō «κόβω, πελεκίζω», αρχ. ινδ. dar-dar(ī) -ti «σχίζω» κ.ά.) και κατά την οποία το θ. δαιδαλ- < δαλδαλ- με αναδιπλασιασμό και ανομοίωση του δαλ σε δαι- (πρβλ. παιπάλη κ.ά.). Σύμφωνα, τέλος, με άλλη υπόθεση, το δαίδαλον είναι λέξη μεσογειακής προελεύσεως, της οποίας παράγωγο είναι το δαιδάλλω και σύνθετο το πολυδαίδαλος, από το οποίο αποσπάστηκε το δαίδαλος.

Greek Monotonic

δαίδᾰλος: -ον (αναδιπλ. από √ΔΑΛ),
I. τεχνικά επεξεργασμένος ή περίτεχνα κατεργασμένος, περίτεχνος, επεξεργασμένος με ακρίβεια, λεπτοδουλεμένος, σε Αισχύλ.· στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως ουσ., δαίδαλα πάντα, περίτεχνα παντός είδους έργα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στον ενικ., σε Ομήρ. Οδ.
II. ως κύριο όνομα, Δαίδαλος, , ο Δαίδαλος, δηλ. ο επιδέξιος τεχνίτης, ο καλλιτέχνης, από την Κνωσό της Κρήτης, σύγχρονος του Μίνωα, ο οποίος αναφέρεται στην Ομήρ. Ιλ. ως ο δημιουργός του χοροῦ για την Αριάδνη.

Russian (Dvoretsky)

δαίδᾰλος: Hom., Hes., Pind., Aesch. = δαιδάλεος 1.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δαίδαλος -ον kunstig bewerkt, versierd; subst. τὸ δαίδαλον kunstwerk.

Middle Liddell

[redupl. from Root !δαλ]
I. cunningly or curiously wrought, Aesch.: in Hom. only in neut. as Subst., δαίδαλα πάντα all cunning works, Il.; so in sg., Od.
II. as prop. n., Δαίδαλος, ὁ, Daedalus, i. e. the cunning worker, the artist, from Cnosus in Crete, contemporary with Minos, mentioned in Il. as maker of a χορός for Ariadne.