δύσμουσος

Revision as of 21:15, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

ον,

   A = ἄμουσος, unmusical, αὐλός AP9.216 (Honestus).

German (Pape)

[Seite 684] αὐλός, von den Musen nicht geliebt, Onest. 7 (IX, 216).

Greek (Liddell-Scott)

δύσμουσος: -ον, = ἄμουσος, οὐχὶ μουσικός, ἀλλότριος τῶν Μουσῶν, αὐλὸς Ἀνθ. Π. 9. 216.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
non chéri des Muses, inculte.
Étymologie: δυσ-, μοῦσα.

Spanish (DGE)

-ον discordante, αὐλός AP 9.216 (Honest.).

Greek Monolingual

δύσμουσος, -ον (Α)
κακότεχνος, ακαλαίσθητος.

Greek Monotonic

δύσμουσος: -ον (μοῦσα), = ἄμουσος, μη μουσικός, αυτός που δεν έχει σχέση με τη μουσική, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δύσμουσος: нелюбимый музами (αὐλός Anth.).

Middle Liddell

δύσ-μουσος, ον μοῦσα = ἄμουσος,]
unmusical, Anth.