ἐκκομίζω

Revision as of 21:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A carry or bring out, Hdt. 1.34, 3.24, E.Tr.294 ; esp. to a place of safety, Hdt.1.160, 3.122, Th. 2.6 ; ἐκκομίζειν τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος to keep him out of trouble, Hdt.3.43 :—Med., Id.8.20, Th.2.78 ; ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, of those relieved from a state of siege, Id.1.117 : abs., remove, ἐς τοὺς Λοκρούς Hdt.8.32.    2 esp. carry out a corpse, bury, Plb.35.6.2 (Pass.), Plu.Cic.42 (Pass.), etc.    3 ἐ. σῖτον, of a horse, throw the provender out of the manger, X.Eq.4.2.    4 carry home, ἄνδρας Id.An.6.6.36.    II endure to the end, τὸ πεπρωμένον E.Andr.1269.    III Med., receive what is due, λόγους, ὀψώνια, PLille 3.79 (iii B. C.), PSI4.436 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 764] 1) herausbringen, -führen; Eur. Tr. 294 u. öfter; fortbringen, Thuc. 2, 6 u. sonst. – Pass., ἐκκομισθῆναι ἐκ τοῦ πόντου Plat. Rep. X, 611 e; ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος, retten, Her. 3, 43. – Med., für sich davontragen, weg-, in Sicherheit bringen, Her. 8, 20; ἐς Ἀθήνας Thuc. 2, 78. – 2) eine Leiche herausbringen, bestatten, Pol. 35, 6, 2; Plut. Agis 21 u. Sp. – 3) herauswerfen, σῖτον, das Futter aus der Krippe, Xen. de re equ. 4, 2; vgl. Poll. 1, 209. – 4) zu Ende tragen, ertragen, τὸ πεπρωμένον Eur. Andr. 1269.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κομίζω ἔξω, Ἡρόδ. 1. 34., 3. 24, κτλ.· κυρίως κομίζω εἰς τόπον ἀσφαλῆ, ὁ αὐτ. 1. 160., 3. 122· ἐκκομίσαι ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γενέσθαι (αὐτῷ) πρήγματος, σῶσαι ἄνθρωπον κτλ., ὁ αὐτ. 3. 43· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ αὐτ. 8. 20, 32, Θουκ. 2. 78· ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο, ἐπὶ ἀνθρώπων ἄρτι ἀπαλλαγέντων ἐκ πολιορκίας, Θουκ. 1. 117. 2) ποιῶ ἐκφορὰν νεκροῦ, θάπτω, Λατ. effere, Πολύβ. 35. 6, 2, Πλουτ. Κικ. 42 (ἐν τῷ παθ.), κτλ. 3) ἐκκ. σῖτον, ἐπὶ ἵππου, ῥίπτω τὴν τροφὴν ἔξω τῆς φάτνης, Ξεν. π. Ἱππ. 4, 2. ΙΙ. ὑπομένω τι μέχρι τέλους, τι Εὐρ. Ἀνδρ. 1269.

French (Bailly abrégé)

1 emporter, transporter, enlever, acc.;
2 emporter hors de, soustraire à : ἔκ τινος ou τινός emporter hors de ou loin de qch ; fig. ἐκκ. τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος HDT (il est impossible) de soustraire un homme à la chose qui doit arriver, càd à sa destinée ; abs. ἐμὲ ἐκκομίσας αὐτὸν καὶ χρήματα HDT m’ayant emmené moi et ma fortune;
3 porter en terre;
Moy. ἐκκομίζομαι emporter avec soi, acc..
Étymologie: ἐκ, κομίζω.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1conducir fuera, sacar c. ac. de cosa y ἐκ c. gen. ἀκόντια δὲ καὶ δοράτια ... ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐκκομίσας Hdt.1.34, cf. Plb.1.74.12, Paus.9.39.12, τὸν σῖτον de un caballo echar el forraje fuera del pesebre, X.Eq.4.2, sólo c. ac. μετεώρους ἐξεκόμισαν τὰς ἁμάξας sacaron los carros en volandas fuera del barro, X.An.1.5.8, ἐξεκόμισ' αὐτοῖς τὰ χρήματα les saqué el dinero por la noche, Isoc.19.18
exportar mercancías, op. εἰσκομίζω, εἰσάγω, etc., en v. pas. ἃ ἂν κατὰ γῆν ἐκκομίζηται, ἐξελαύνηται, ἐξάγηται SEG 39.1180.11 (Éfeso I d.C.), τὰ ἐκκομιζόμενα ἐκ τῆς Τουρδητανίας Str.3.2.6, ἀπὸ τῆς Μυρέων πόλεως SEG 35.1439.11 (Mira II d.C.), abs. ὁ ἐκκομίζων el exportador, SEG 35.1439.14 (Licia II d.C.)
fig. recoger, cosechar ἐχθρο̄̀ς ... πολέμο θέρος ἐκκομίσαντας IG 13.1162.47 (V a.C.).
2 llevar, conducir ἐμὲ ἐκκομίσας αὐτὸν καὶ χρήματα Hdt.3.122, τῶν ἀνθρώπων τοὺς ἀχρειοτάτους Th.2.6, cf. X.An.6.6.36, Κασσάνδραν E.Tr.294, c. constr. prep. de direcc. Πακτύην ἐς Χίον Hdt.1.160, τέρας ... πρὸς δώματα E.El.722, cf. Supp.632, en v. pas. οἱ ἄνθρωποι ... ἐς τὸ στρατόπεδον ἐξεκομίζοντο Th.7.23, εἰ ... βλέποιέν σε ... τοῦ πολέμου ἐκκομιζόμενον si veían que tú eras llevado fuera del combate Luc.DMort.12.5, fig. ὑπὸ ταύτης τῆς ὁρμῆς ἐκκομισθεῖσα (φιλοσοφία) ἐκ τοῦ πόντου Pl.R.611e
llevar fuera, fig. librar ἐκκομίσαι ... ἄνθρωπον ἐκ τοῦ μέλλοντος γίγνεσθαι πρήγματος librar a un hombre de su destino Hdt.3.43.
3 llevar a enterrar en cortejo fúnebre αὐτόν Aesop.116.2, ὑποδεδυκότων καὶ ἐκκομιζόντων αὐτὸν τῶν τότε ἐπισημοτάτων ἱερονικῶν introduciéndose (sc. bajo el sarcófago) y transportándolo los más ilustres vencedores en concursos sagrados en aquel momento, ZPE 18.1975.146-148 (Misia, imper.), τὸν υἱόν Hierocl.Facet.77, en v. pas. ἐξεκομίζετο τεθνηκώς Eu.Luc.7.12, ὑπὸ τῶν ... νεκροφόρων Plu.Cat.Ma.9, εἶδε τὸν νεκρὸν ἐκκομιζόμενον δι' ἀγορᾶς Plu.Cic.42, cf. I.BI 5.567, ἐκκο[μι] σθῆναι περισταλῆναί τε ἐμαυτὸν θέλω τῇ φροντίδι ... τῶν κληρονόμων μου BGU 326.6.2 (II d.C.), cf. IEphesos 614B.14 (I d.C.)
abs. realizar un entierro ἐπειδὰν ἐκκομίσωσιν, εὐχοῦνται Heraclid.Lemb.Pol.60, cf. Hypat.Fr.p.126.20 (= IEphesos 4135.28 (V d.C.)).
II en v. med.
1 llevar o llevarse fuera, sacar de un lugar o territorio οὔτε τι ἐξεκομίσαντο οὐδὲν οὔτε προεσάξαντο ὡς παρεσομένου σφι πολέμου ni se llevaron sus pertenencias (de su territorio) ni se prepararon para la guerra que se avecinaba Hdt.8.20, ἐσεκομίσαντο καὶ ἐξεκομίσαντο ἃ ἐβούλοντο Th.1.117, τὰ ἑαυτῶν ἐν πένθ' ἡμέραις ἐκκομισάμενοι Arist.Ath.19.6, τὰ σφέτερα ἐκκομιζόμενοι D.C.62.16.6.
2 llevarse consigo, recibir, hacerse cargo de τὰ ὀψώνια καὶ τὰς ἀγορὰς CPS 139.5 (III a.C.), λόγους PLille 3.79 (III a.C.), ἐξεκομίσω εἰς λόγον τοῦ ἰατροῦ δραχμὰς σμʹ PWash.Univ.30.21 (III d.C.)
tb. c. ac. de pers. τὸ πλῆθος τὸ ἀχρεῖον τῶν ἀνθρώπων ... ἐς τὰς Ἀθήνας Th.2.78.
3 fig. c. ac. abstr. cumplir, llevar a término τό πεπρωμένον E.Andr.1269.
B intr., en v. med. marcharse, desplazarse a otra región ἐς τοὺς ... Λοκροὺς ἐξεκομίσαντο Hdt.8.32.

English (Strong)

from ἐκ and κομίζω; to bear forth (to burial): carry out.

English (Thayer)

imperfect passive ἐξεκομιζομην; to carry out; a dead man for burial (Polybius 35,6, 2; Plutarch, Agis 21; Herodian, 2,1, 5 (2nd edition, Bekker), etc.; in Latin efferre): Luke 7:12.

Greek Monolingual

(AM ἐκκομίζω)
1. μεταφέρω, μετακομίζω
2. κηδεύω
αρχ.
1. εξάγω
2. προφυλάσσω, διασώζω
3. μετοικώ
4. φέρνω στο σπίτι ή στην πατρίδα
5. υποφέρω ώς το τέλος
6. μέσ. παίρνω όσα μού οφείλουν.

Greek Monotonic

ἐκκομίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ·
I. 1. μεταφέρω, βγάζω έξω, ιδίως σε μέρος που είναι ασφαλές, σε Ηρόδ.· ἐκκ. τινὰ ἐκ πρήγματος, εμποδίζω κάποιον να μπει σε κίνδυνο, στον ίδ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ., σε Θουκ.
2. κάνω εκφορά ενός νεκρού, θάβω, κηδεύω, ενταφιάζω, Λατ. efferre, σε Πλούτ.
II. υπομένω κάτι μέχρι το τέλος, τι, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκκομίζω: 1) вывозить, увозить, уводить (τινὰ αὐτὸν καὶ χρήματα Her.; τινὰ δεῦρο Eur.; ἐς στρατόπεδον ἐκκομίζεσθαι Thuc.): ἐκκομισθεὶς ἐκ τοῦ πόντου Plat. вынырнув из моря; φοράδην τοῦ πολέμου ἐκκομίσασθαι Luc. (о раненом) быть вынесенным из боя; ἐ. τινὰ ἐκ τοῦ μέλλοντος γίνεσθαι πρήγματος Her. спасти кого-л. от предстоящих событий;
2) (о покойнике) выносить, хоронить (ὑπὸ τῶν νεκροφόρων ἐκκομισθῆναι Polyb.; ὁ Ἀλκμήνης ἐκκομιζομένης νεκρός Plut.);
3) выносить до конца, претерпевать (τὸ πεπρωμένον Eur.).

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
I. to carry out, esp. to a place of safety, Hdt.; ἐκκ. τινὰ ἐκ πρήγματος to keep him out of trouble, Hdt.: so in Mid., Hdt., Thuc.
2. to carry out a corpse, bury, Lat. efferre, Plut.
II. to endure to the end, τι Eur.