ἐλεγχείη
English (LSJ)
ἡ,
A reproach, disgrace, Il.22.100,al., A.R.3.1114(pl.), Q.S.1.22.
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, Vorwurf, Schimpf; Il. 22, 100; Ap. Rh. 3, 1115.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγχείη: ἡ, ὄνειδος, ὕβρις, ἐλεγχείην ἀναθήσει, «ὀνείδη καὶ λοιδορίας ἐπάξει» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Χ. 100, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
reproche infamant, opprobre.
Étymologie: ἔλεγχος¹.
English (Autenrieth)
= ἔλεγχος. ‘Devote to shame,’ ‘cover with shame,’ Il. 22.100, Od. 14.38.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 oprobio, vergüenza, baldón ἐ. δὲ σοὶ αὐτῷ ἔσσεται Il.23.342, ἐ. δὲ καὶ ἐσσομένοισι πυθέσθαι será una vergüenza que se enteren los venideros, Od.21.255, cf. Q.S.1.501, μοι ... ἐλεγχείην ἀναθήσει Il.22.100.
2 reproche μοι ἐλεγχείην κατέχευας Od.14.38, ἐλεγχείας προφέρειν A.R.3.1115.
Greek Monolingual
ἐλεγχείη, η (Α)
βρισιά, ονειδισμός.
Greek Monotonic
ἐλεγχείη: ἡ, όνειδος, ντροπή, ατιμία, ύβρη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγχείη: ἡ порицание, хула Hom.