κατανέμω

Revision as of 23:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

English (LSJ)

   A distribute, allot, freq. of pasture land, κ. Χώρην τισί Hdt. 2.109, cf. Isoc.3.28; τὴν ὀργάδα D.H.1.79, etc.; θέαν τινί D.18.28.    2 distribute, divide into portions, δέκα<Χα> δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς distributed or apportioned them in ten groups among the tribes, Hdt.5.69, cf. Decr. ap. D.59.104: without Prep., τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη X.Cyr.7.5.13; τὴν νῆσον δέκα μέρη κ. Pl.Criti.113e; of a single person, κ. τινὰ εἰς τὴν τάξιν assign him to his post, Aeschin.1.155:—Pass., δεῖ τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις κατανενεμῆσθαι Arist.Pol.1331a20.    3 graze, τὰ πρόβατα τὰ -νενεμηκότα τὰ ἐκεῖ BGU885.6 (ii A.D.); occupy grazing land, PHib.1.52.3 (iii B.C.); of shepherds, pasture, [πρόβατα] Eust.212.39.    II Med., divide among themselves, Th.2.17, Pl.R.547b.    2 with aor. and pf. Pass., occupy, overrun, esp. with cattle, feed or graze land, τὴν Χώραν ἡμῶν -νενέμηνται Isoc.14.7, cf. ib.20 (also in Act., βοσκήμασι κ. [τὴν Χώραν] Decr. ap. D.18.154); γέρανοι -ενέμοντο Χώρην Babr. 26.1: hence, plunder, ravage, πᾶσαν τὴν Λιβύην Ath.15.677e.    3 metaph., of a plague, ἡ λοιμώδης φθορὰ -ενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν Plu.Per.34; ἀλφὸς κ. τὸ σῶμα spreads over, Plu.Art.23; so of fire, spread, εἰς τὰς πρώτας σκηνάς Plb.14.4.6.

German (Pape)

[Seite 1365] (s. νέμω), 1) vertheilen, austheilen; τοὺς δήμους κατένεμε ἐς τὰς δέκα φυλάς Her. 5, 69; τὴν νῆσον δέκα μέρη κατανείμας, in zehn Theile vertheilend, Plat. Critia. 113 e, wie τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη Xen. Cyr. 7, 5, 13; auch med., κατενείμαντο γῆν πᾶσαν Plat. Critia. 113 b, sie vertheilten unter sich, wie Thuc. 2, 17; – zurechnen, zuschreiben, τινὰ εἰς τὴν προσήκουσαν τάξιν Aesch. 1, 155. 159. – 2) abweiden, τὴν ἱερὰν χώραν βοσκήμασι κατανέμουσι Dem. 18, 154; Sp., D. Hal. 1, 79; auch als depon. pass. gebraucht, τὴν χώραν ἡμῶν κατανενέμηνται καὶ τὴν πόλιν κατεσκάφασι Isocr. 14, 7, λέοντα κατανεμηθέντα τὴν Λιβύην Ath. XV, 677 e; ἀλφοῦ κατανεμηθέντος τὸ σῶμα Plut. Artax. 23.

Greek (Liddell-Scott)

κατανέμω: μέλλ. -νεμῶ· (ἴδε νέμω)·- διανέμω, μοιράζω, ἰδίως ὡς τόπον πρὸς καλλιεργίαν ἢ πρὸς βοσκήν, κ. χώρην τισὶ Ἡρόδ. 2. 109· τὴν χώραν βοσκήμασι Ψήφ. παρὰ Δημ. 278. 22· τὴν ὀργάδα Διον. Ἁλ. 1. 79, κτλ.· (θέαν τινὶ Δημ. 234. 23, ὁρίζειν θέσιν ἐν τῷ θεάτρῳ.) 2) μοιράζω, διανέμω εἰς μερίδια, τοὺς δήμους κατένεμεν ἐς τὰς δέκα φυλάς, διεμοίρασεν εἰς τὰς δέκα φυλάς, Διον. Ἁλ. 5. 69, πρβλ. Δημ. 1380, ἐν τέλ.· ὡσαύτως ἄνευ προθ., τὸ στράτευμα κατένειμε δώδεκα μέρη Ξεν. Κύρ. 7. 5, 13· τὴν νῆσον δέκα μέρη κ. Πλάτ. Κριτί. 113Ε·- ἐπὶ ἑνὸς μόνου προσώπου, κ. τινὰ εἰς τάξιν, ὁρίζω, διορίζω αὐτὸν εἰς τὴν θέσιν του, κατατάττω, καταγράφω, καταλέγω, Αἰσχίν. 22. 18. -Παθ., δεῖ τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις κατανενεμῆσθαι Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 12, 1. 3) ἐπὶ ποιμένων, βόσκω, τὰ πρόβατα Εὐστ. 212. 39. ΙΙ. Μέσ., «μοιράζομαι», λαμβάνω μέρος μετ’ ἄλλων, Θουκ. 2. 17· τὰ μικρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι, νείμαντες ἑαυτοῖς, Πλάτ. Πολ. 457Β, Κριτί. 113Ε. 2) μετ’ ἀορ. παθ. ἐπὶ μέσ. σημασ., καταλαμβάνω, ἐπιτρέχω, ἰδίως διὰ βοσκημάτων, καταλαμβάνω ὡς βοσκήν, καρποῦμαι, βίᾳ τὴν ἀλλοτρίαν χώραν κατανέμονται, Λατ. depasci, Ἰσοκρ. 298Α, 300C, (οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., βοσκήμασι κατ. τὴν χώραν Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 278. 22). 3) μεταφ., λεηλατῶ, καταστρέφω, οἱ γέρανοι κατενέμοντο τὴν χώραν τοῦ γεωργοῦ Βαβρ. 26. 1· ὁ λέων κατενεμήθη πᾶσαν τὴν Λιβύην Ἀθήν. 677Ε·- ἐπὶ τοῦ πυρός, ὅπερ εἰκονίζεται ὡς θηρίον, ἐξαπλοῦμαι καταστρέφων, κατανεμηθὲν εἰς τὰς πρώτας σκηνὰς Πολύβ. 14. 4, 6·- ἐπὶ διαβρωτικοῦ ἕλκους, ὑποβόσκω, διαδίδομαι, ἐπεκτείνομαι (ἀντὶ τοῦ συνηθεστέρου ἐπὶ τῆς τοιαύτης σημ. ἐπινέμομαι καὶ ἐπιβόσκομαι)· ἀλφοῦ κατανεμηθέντος τὸ σῶμα Πλουτ. Ἀρτοξ. 23.- Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 482 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

1 distribuer, partager, assigner, acc.;
2 répartir : τοὺς δήμους ἐς φυλάς HDT les citoyens en tribus ; δώδεκα μέρη XÉN qch en douze parties;
Moy. κατανέμομαι (ao. κατενειμάμην, ao. Pass. κατενεμήθην);
1 se partager, s’attribuer par lots;
2 occuper avec des bestiaux ; paître, fig. se repaître de, dévorer.
Étymologie: κατά, νέμω.

Greek Monolingual

(AM κατανέμω)
1. διαιρώ κάτι σε μέρη ή ομάδες («δέκα δὲ καὶ τοὺς δήμους κατένειμε ἐς τὰς φυλάς», Ηρόδ.)
2. διανέμω, διαμοιράζω (α. «κατένειμε τήν περιουσία του στα παιδιά του» β. «κατανεῑμαι δὲ τὴν χώρην Αἰιγυπτίοισι», Ηρόδ.)
αρχ.
1. βόσκω («ἐστὶν τὰ πρόβατα τὰ κατανενεμηκότα τὰ ἐκεῑ», πάπ.)
2. (για ποιμένα) βγάζω τα πρόβατα για βοσκή
3. μέσ. κατανέμομαι
α) καταλαμβάνω τόπο για βοσκοτόπι
β) παίρνω μερίδιο με άλλους, μοιράζομαι («τά τε μακρὰ τείχη ᾤκησαν κατανειμάμενοι», Θουκ.)
γ) λυμαίνομαι, καταστρέφω, λεηλατώ («ἡ λοιμώδης ἐνέπεσε φθορὰ καὶ κατενεμήθη τὴν ἀκμάζουσαν ἡλικίαν», Πλούτ.)
δ) (για τη φωτιά) εξαπλώνομαι καταστρέφοντας («τὸ πῡρ ἐνέβαλλον, κατανεμηθὲν εἰς τὰς πρώτας σκηνὰς εὐθέως», Πολ.)
ε) (για το διαβρωτικό έλκος) επεκτείνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + νέμω «διαμοιράζω» αλλά και «βόσκω»].

Greek Monotonic

κατανέμω: μέλ. -νεμῶ,
I. διανέμω, μοιράζω, κατανέμω, χωρίζω, ταξινομώ, διαιρώ σε ξεχωριστά σώματα, σε Ξεν.· λέγεται για ένα μόνο πρόσωπο, κ. τινὰ εἰς τὴν τάξιν, τον διορίζω στην θέση του, σε Αισχίν.
II. 1. Μέσ. ή Παθ., μοιράζομαι μαζί με άλλους, σε Θουκ., Πλάτ.
2. καταλαμβάνω με το κοπάδι μου, οδηγώ το κοπάδι στην βοσκή, Λατ. depasci, σε Ισοκρ.· μεταφ., λεηλατώ, σε Βάβρ.

Russian (Dvoretsky)

κατανέμω: (aor.: med. κατενειμάμην - pass. κατενεμήθην)
1) разделять, расчленять, разбивать (τοὺς δήμους εἰς τὰς δέκα φυλάς Her.; τὴν νῆσον δέκα μέρη Plat.; τὸ στράτευμα δώδεκα μέρη Xen.; τὸ πλῆθος ἐν συσσιτίοις Arst.); med. разделять между собой (γῆν πᾶσαν Plat.);
2) выделять, причислять, назначать (τινὰ εἰς τὴν προσήκουσαν τάξιν Aeschin.): κ. θέαν τινί Dem. отводить кому-л. место на зрелище;
3) распределять под выпас, раздавать для пастьбы (τὴν χώρην Αἰγυπτίοισι Her.; ἱερὰν χώραν βοσκήμασι Dem.); захватывать под пастбища, стравливать скоту (τὴν χώραν τινός Isocr.);
4) med. (о скоте) объедать, стравливать (χώραν Babr.);
5) med.-pass. перен. (о болезнях) пожирать, распространяться (νόσος κατανεμηθεῖσα τοῦ σώματος или τὸ σῶμα Plut.).

Middle Liddell

fut. -νεμῶ
I. to distribute, allot, assign, esp. as pasture-land, Hdt., Dem.
2. to distribute, divide into separate bodies, Xen.:—of a single person, κ. τινὰ εἰς τὴν τάξιν to assign him to his post, Aeschin.
II. Mid. or Pass. to divide among themselves, Thuc., Plat.
2. to occupy with cattle, to graze land, Lat. depasci, Isocr.:—metaph. to plunder, Babr.