ποππυσμός

Revision as of 00:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ὁ, = foreg., X.Eq.9.10, Plu.2.713b (pl.), Poll.1.210, v.l. in D.H.Comp.14;

   A σιγμοῖς καὶ π. Nicom.Harm.6, cf. PMag.Leid.W.1.37; of applause, Plu. 2.545c : Lat. poppysmus, of the sound made on seeing lightning, Plin. HN28.25 (pl.); ὁ ἱερακοπρόσωπος κορκόδειλος . . τὸν θεὸν ἀσπάζεται τῷ π. PMag.Leid.W.2.1.

German (Pape)

[Seite 682] ὁ, = πόππυσμα; τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ δὲ ἐγείρεσθαι, Xen. Hipp. 9, 10; Plut. Symp. 7, 8, 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 appel de la langue pour flatter un cheval;
2 une sorte de sifflement.
Étymologie: ποππύζω.

Spanish

chasqueo de labios

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ ποππύζω
συριγμός που γίνεται με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για κάλεσμα ή καταπράυνση τών ζώων («τῷ ποππυσμῷ μὲν πραΰνεσθαι τοὺς ἵππους, κλωσμῷ, δὲ ἐγείρεσθαι», Ξεν.)
αρχ.
έπαινος, επευφημία.

Greek Monotonic

ποππυσμός: ὁ (ποππύζω), σφύριγμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ποππυσμός: ὁ посвистывание, причмокивание Xen., Plut.

Middle Liddell

ποππυσμός, οῦ, ὁ, ποππύζω
a whistling, Xen.