πονήρευμα

Revision as of 00:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ατος, τό, in pl.,

   A villainies, D.19.257, D.H.6.84: sg., Jul.Or.3.115a.    II Medic., in sg., bad state or condition, Gal.19.138.

German (Pape)

[Seite 680] τό, böse Handlung; Dem. 25, 60; D. Hal. 6, 84.

Greek (Liddell-Scott)

πονήρευμα: τό, πανοῦργον τέχνασμα, ἐν τῷ πληθ., Δημ. 423. 23, Διον. Ἁλ. 6. 84, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mauvaise action.
Étymologie: πονηρεύομαι.

Greek Monolingual

-ατος, το, ΝΑ, και πονήρεμα Ν πονηρεύω / πονηρεύομαι]]
(κυρίως στον πληθ.) τα πονηρεύματα
πανούργο τέχνασμα, πονηρή πράξη, κατεργαριά
αρχ.
ιατρ. κακή ψυχική διάθεση ή φυσική κατάσταση.

Greek Monotonic

πονήρευμα: τό, απατηλό τέχνασμα, πονηρό μηχάνευμα, σε πληθ., σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

πονήρευμα: ατος τό дурной поступок Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πονήρευμα -ατος, τό [πονηρεύομαι] steeds plur., schurkenstreken.

Middle Liddell

πονήρευμα, ατος, τό,
a knavish trick, in pl., Dem. [from πονηρεύομαι