σάμβαλον

Revision as of 00:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

σαμβαλίσκος,

   A v. σάνδαλον, σανδαλίσκος.

German (Pape)

[Seite 860] τό, äol. statt σάνδαλον, Sappho 38; σάμβαλα κοῦφα βαλεῖν, Diotim. 2 (VI, 267), d. i. leicht die Füße setzen.

Greek (Liddell-Scott)

σάμβᾰλον: σαμβᾰλίσκος, ἴδε ἐν λέξ. σάνδαλον, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

τὸ, Α
(αιολ. τ.) βλ. σάνδαλον.

Greek Monotonic

σάμβᾰλον: τό, Αιολ. αντί σάνδαλον, σανδάλι, πέδιλο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

σάμβᾰλον: τό эол. Sappho, Anth. = σάνδαλον.

Middle Liddell

σάμβᾰλον, ου, τό, [aeolic for σάνδαλον, Anth.]