σταύρωσις

Revision as of 01:06, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A stockade, Th.7.25.

German (Pape)

[Seite 930] ἡ, das Einschlagen der Pfähle u. Befestigen mit Pallisaden, Thuc. 7, 25. – Die Kreuzigung, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

σταύρωσις: ἡ, ἡ τοποθέτησις σταυρωμάτων ἢ χαρακωμάτων, ἡ διὰ σκολόπων περίφραξις, Θουκ. 7. 25. ΙΙ. προσήλωσις εἰς σταυρόν, ἀνασκολόπισις, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action d’enclore de palissades.
Étymologie: σταυρόω.

Greek Monotonic

σταύρωσις: ἡ, περίφραξη με πασσάλους, θανάτωση σε σταυρό, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταύρωσις -εως, ἡ [σταυρόω] palissade.

Russian (Dvoretsky)

σταύρωσις: εως ἡ обнесение кольями, укрепление частоколом Thuc.

Middle Liddell

σταύρωσις, εως,
a palisading, Thuc.