σύμφυρτος

Revision as of 01:25, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A commingled, confounded, E.Hipp.1234.

German (Pape)

[Seite 993] durch einander geknetet, verwirrt, σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. Hipp. 1234.

Greek (Liddell-Scott)

σύμφυρτος: -ον, συμπεφυρμένος, σύμφυρτα δ’ ἦν ἅπαντα Εὐρ. Ἱππ. 1234.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
confondu, confus, brouillé.
Étymologie: συμφύρω.

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμφυρτος, -ον, ΝΜΑ, και συμφυρτός, -ή, -ό, Ν συμφύρω
αυτός που προέρχεται από σύμφυρση, ανακατεμένος, ανάκατος.

Greek Monotonic

σύμφυρτος: -ον, ανάμεικτος, ανακατωμένος, σύμμεικτος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

σύμφυρτος: смешанный: σύμφυρτα ἦν ἅπαντα Eur. все смешалось (в кучу).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμφυρτος -ον [συμφύρω] door elkaar gemengd, verward.

Middle Liddell

σύμφυρτος, ον,
commingled, confounded, Eur. [from συμφῡ/ρω]