συνεγγίζω

Revision as of 01:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

   A draw near, Plb.1.23.8; τινι to a person or thing, Id.3.69.13, D.S.3.72, 17.41; -ιζούσης τῆς ἀποτέξεως Sor.1.56; -ίζοντος τοῦ ἡλίου Gem.17.28; approximate, τῇ τῶν ἀγαθῶν φύσει Stoic. 1.48; τῇ ἀληθείᾳ Hipparch.1.10.8, cf. Phld.Rh.1.362 S.; τῇ μανίᾳ Id.Mus. p.99 K.; abs. (sc. τῇ σοφίᾳ), Id.Ir.p.74 W.; θέρους τοῦ -ίζοντος τῷ φθινοπώρῳ in the part of summer verging on autumn, Dsc.2.77; σ. τῇ ἀκμῇ nearing the prime of life, Marcellin.Puls.339.

German (Pape)

[Seite 1009] sich annähern, Pol. 1, 23, 8.

Greek (Liddell-Scott)

συνεγγίζω: ἔρχομαι πλησίον ὁμοῦ, συμπλησιάζω, Πολύβ. 1. 23, 8· τινί, πρός τι πρόσωπονπρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 69, 13, Διόδ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

s’approcher tout à fait de, τινι.
Étymologie: σύν, ἐγγίζω.

Greek Monolingual

Α
1. βρίσκομαι ή έρχομαι κοντά σε κάποιον ή σε κάτι («θέρους τοῡ συνεγγίζοντος τῷ φθινοπώρῷ», Διοσκ.)
2. προσεγγίζω, φθάνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐγγίζω «πλησιάζω, προσεγγίζω»].

Greek Monotonic

συνεγγίζω: μέλ. -σω, έρχομαι κοντά σε κάποιον, τον προσεγγίζω, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συνεγγίζω: приближаться, подходить вплотную (τινί Polyb., Diod.).

Middle Liddell

fut. σω
to draw near together, Polyb.