τριβή

Revision as of 01:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ἡ,

   A rubbing:—mostly metaph.:    I rubbing down, wearing away, wasting, τριβᾷ βίου A.Ag.465 (lyr.); κτεάνων τριβάς Id.Ch.943 (lyr., sed leg. τριβᾶς); wear and tear of fixtures in a house, BGU1116.26 (i B. C.).    II practice, opp. theory, Hp. Praec.1, X.An.5.6.15; study, τ. καὶ ἱστορία τῶν πόλεως πραγμάτων Metrod.Fr.27, cf. Phld.Rh.1.121 S., Po.5.20, al.; also, mere practice, routine, opp. true art, οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἄτεχνος τ. Pl.Phdr. 260e; τριβῇ καὶ ἐμπειρίᾳ, opp. τέχνῃ, ib.270b, cf. Grg.463b, Gal.6.143; τριβῇ ζητεῖν, opp. μεθόδῳ, Arist. SE184b2; τριβὴν ἔχειν τινός Damox. 1.10, D.S.16.15; τ. ἐν τοῖς πολεμικοῖς ἔχειν Plb.1.32.1; ἀρετὴν ἔχειν ἐν χρήσει καὶ τριβῇ Plu.Phil.13; διὰ τῆς ἐν τοῖς ἔργοις σπουδαιοτέρας τριβῆς καὶ συγγυμνασίας Sor.1.3.    III that about which one is busied, the object of care, anxiety, or love, Ορέστην, τὴν ἐμῆς ψυχῆς τριβήν A.Ch.749.    2 occupation, μειράκιον . . οὐκέτι ἔπεμπες ἐπὶ τὰ διδασκαλεῖα καὶ τὰς προσηκούσας τοῖς νεανίαις τριβάς POxy.471.115 (ii A. D.).    IV of Time, spending, οὐ μακροῦ χρόνου τ. S.Ant. 1078, cf. Fr.664; συνουσίᾳ καὶ χρόνου τριβῇ Pl.R.493b; ἀξίαν τριβὴν ἔχει 'tis time well spent, A.Pr.639; [βίος] οὐκ ἄχαρις ές τὴν τριβήν a pleasant enough life in the spending, Ar.Av.156.    2 delay, ἐς τριβὰς ἐλᾷ seeks delays, S.OT1160; πορίζεις τριβάς Ar.Ach.385 (lyr.); and with the Verb omitted, μὴ τριβὰς ἔτι no more delays, S.Ant.577; τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνοκωχῆς Th.8.87; μετὰ τ. πάσης Pl. Ep.344b; ὁ πόλεμος τριβὴν λαμβάνει Plb.1.20.9.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐβή: ἡ, (τρίβω) τὸ τρίβειν· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταφορ., 1) τὸ τρίβειν, κατατρίβειν, φθείρειν, φθορά, καταστροφή, τριβᾷ βίου Αἰσχύλ. Ἀγ. 465· κτεάνων τριβαὶ ὁ αὐτ. ἐν Χο. 943. ΙΙ. «τριβή», ἄσκησις ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν θεωρίαν, Ἱππ. 25, 43, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 15 ὡσαύτως ἁπλῆ ἄσκησις ἢ ἐνέργεια, μηχανικὴ καὶ συνήθης ἐνέργεια ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν ἀληθινὴν τέχνην, οὐκ ἔστη τέχνη, ἀλλ’ ἄτεχνος τριβὴ Πλάτ. Φαῖδρ. 260Ε· τριβῇ καὶ ἐμπειρίᾳ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ τέχνῃ, αὐτόθι 270Β, πρβλ. Γοργ. 463Β· τριβῇ ζητεῖν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ μεθόδῳ, Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 33, 18· τριβὴν ἔχειν τινὸς Δαμόξενος ἐν «Συντρόφοις» 1. 10, Διόδ. 16. 15· ἔν τινι Πολύβ. 1. 32, 1· ἀρετὴν ἔχειν ἐν τριβῇ Πλουτ. Φιλοπ. 13. ΙΙΙ. τὸ περὶ οὗ τις φροντίζει, τὸ περὶ οὗ ἀσχολεῖται καὶ ἀνησυχεῖ, τὸ ἀντικείμενον φροντίδος, μερίμνης, ἀγάπης, ὡς τὸ Λατ. cura, Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβὴν Αἰσχύλ. Χο. 749. IV. ἐπὶ χρόνου, δαπάνη, διατριβὴ χρόνου, οὐ μακροῦ χρόνου τρ. Σοφ. Ἀντ. 1078, πρβλ. Ἀποσπ. 586· ξυνουσίᾳ καὶ χρόνου τριβῇ Πλάτ. Πολ. 493Β· ἀξίαν τριβὴν ἔχει, ὁ χρόνος καλῶς ἐδαπανήθη, Αἰσχύλ. Πρ. 639· βίος οὐκ ἄχαρις ἐς τὴν τριβήν, ὃν διέρχεταί τις εὐχαρίστως, Ἀριστοφ. Ὄρν. 156. 2) διατριβή, βραδύτης, ἀναβολή, ἐς τιβὰς ἐλᾶν, ζητεῖν ἀναβολάς, Σοφ. Ο. Τ. 1160· τριβὰς πορίζειν Ἀριστοφ. Ἀχ. 385· καὶ παραλειπομένου τοῦ ῥήματος (πρβλ. πρόφασις Ι. 2. ζ), μὴ τριβὰς ἔτι, μὴ ἀναβολὰς πλέον, Σοφ. Ἀντ. 577· τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνακωχῆς Θουκ. 8. 87· μετὰ τρ. πάσης Ἐπιστ. Πλάτ. 344Β· τριβὴν λαμβάνει ὁ πόλεμος Πολύβ. 1. 20, 9, πρβλ. διατριβή.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
1 action d’user, de consumer, d’épuiser;
2 pratique consommée, longue expérience;
3 action de traîner en longueur, retard, délai, lenteur : μὴ τριβὰς ἔτι SOPH plus de retard, ne tardez plus ; particul. action ou manière d’occuper le temps, passe-temps;
4 occupation, objet de soins ou de sollicitude.
Étymologie: τρίβω.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τρίβω
1. το να τρίβει κανείς κάποιον ή κάτι ή το να τρίβεται κανείς από κάποιον ή από κάτι (α. «με την τριβή αναπτύσσεται θερμότητα» β. «τύλη δ' ἐκαλεῑτο ἡ ἐπὶ τοῖς τραχήλοις αὐτῶν ὑπὸ τῶν ἀχθῶν γινομένη τριβή», Πολυδ.)
2. φθορά που προέρχεται από τη χρήση
3. μτφ.
η εμπειρία που αποκτάται από τη συνεχή ενασχόληση με κάτι
νεοελλ.
1. φυσ. η δύναμη που ασκείται σε ένα σώμα παράλληλα με την επιφάνεια επαφής του με ένα άλλο σώμα
2. φρ. α) «τριβή κυλίσεως»
φυσ. η τριβή που ασκείται μεταξύ τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα σώμα κυλίεται επάνω στην επιφάνεια του άλλου
β) «τριβή ολισθήσεως»
φυσ. η τριβή που ασκείται μεταξύ τών επιφανειών δύο σωμάτων όταν το ένα σώμα ολισθαίνει πάνω στο άλλο
γ) «εσωτερική τριβή»
φυσ.-χημ. η αντίσταση την οποία παρουσιάζει ένα ρευστό στη μετακίνηση ενός μέρους του σε σχέση με ένα άλλο μέρος του, αλλ. ιξώδες
δ) «συντελεστής τριβής»
φυσ. ο σταθερός λόγος της δύναμης τριβής ολίσθησης προς τη δύναμη που ενεργεί κάθετα προς την τριβόμενη επιφάνεια
αρχ.
1. απλή άσκηση ή ενασχόληση, σε αντιδιαστολή προς την αληθινή τέχνη («μὴ τριβῇ μόνον καὶ ἐμπειρίᾳ 'ἀλλὰ τέχνῃ», Πλάτ.)
2. αυτός για τον οποίο φροντίζει και ανησυχεί κάποιος, αντικείμενο φροντίδας ή αγάπης («φίλον... Ὀρέστην,τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν», Αισχύλ.)
3. δαπάνη χρόνου («βίος... οὐκ ἄχαρις ἐς τὴν τριβήν», Αριστοφ.)
4. αναβολή, χρονοτριβή, βραδύτητα («θεωροῡντες δὲ τὸν πόλεμον αὐτοῑς τριβὴν λαμβάνοντα», Πολ.).

Greek Monotonic

τρῐβή: ἡ (τρίβω
I. τριβή, φθορά, καταστροφή, σε Αισχύλ.
II. άσκηση, αντίθ. προς τη θεωρία, σε Ξεν.· επίσης, απλή άσκηση ή ενέργεια, μηχανική και συνήθης ενέργεια, αντίθ. προς την αληθινή τέχνη, σε Πλάτ.
III. αυτό για το οποίο κάποιος φροντίζει, ασχολείται και ανησυχεί, αντικείμενο φροντίδας, μέριμνας, αγάπης, Λατ. cura, σε Αισχύλ. IV.1. λέγεται για τον χρόνο, δαπάνη, ξόδεμα χρόνου, σε Σοφ., Πλάτ.· ἀξίαντριβὴν ἔχει, ο χρόνος δαπανήθηκε καλώς, σε Αισχύλ.· βίος οὐκ ἄχαρις ἐς τὴν τριβήν, ζωή την οποία διέρχεται κάποιος με ευχαρίστηση, σε Αριστοφ.
2. βραδύτητα, αναβολή, ἐς τριβὰς ἐλᾶν, να ζητάς αναβολές, σε Σοφ.· τριβὰς πορίζειν, σε Αριστοφ.· και παραλειπομένου του ρήματος, μὴτριβὰς ἔτι, χωρίς αναβολές πλέον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐβή: дор. τρῐβά (ᾱ) ἡ
1) расточение, уничтожение, истребление (βίου, κτεάνων Aesch.);
2) упражнение, тж. практика, опыт, навык: διὰ τὴν τριβὴν ἱκανός Xen. искусный благодаря опыту, опытный; ἄτεχνος τ. Plat. лишенная искусства, т. е. механическая практика, рутина; τριβὴν ἐν τοῖς πολεμικρῖς ἔχειν Polyb. обладать опытом в военном деле; τὴν πολιμικὴν ἀρετὴν ἐν τριβῇ ἔχειν Plut. упражнять (свое) воинское мастерство;
3) предмет заботы, забота: ἡ ἐμῆς ψυχῆς τ. Aesch. предмет моих душевных забот;
4) откладывание, отсрочка, задержка: ἐγίνετο τ. τοῦ χρόνου Plut. вышла затяжка во времени; οὐ μακροῦ χρόνου τ. Soph. короткое время; μή τριβὰς ἔτι! Soph. довольно проволочек!; ἐς τριβὰς ἐλᾶν Soph. искать отсрочек, тянуть (с ответом); τριβὴν λαμβάνειν Polyb. затягиваться, тянуться;
5) времяпрепровождение Aesch.: οὐκ ἄχαρις ἐς τὴν τριβὴν (ὁ βίος) Arph. не лишенная приятности жизнь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριβή -ῆς, ἡ, Dor. τριβᾱ́ [τρίβω] het wrijven, verspilling:. τριβᾷ βίου door het teniet doen gaan van zijn leven Aeschl. Ag. 465; κτεάνων τριβαί verspilling van bezittingen Aeschl. Ch. 943. routine; oefening:. τριβῇ μετὰ λόγου door routine gecombineerd met verstand Hp. Praec. 1; οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ ’ ἄτεχνος τριβή (redekunst) is geen wetenschappelijke vaardigheid, maar routine zonder wetenschappelijke fundering Plat. Phaedr. 260e. tijd doorbrengen, tijdverdrijf:; ἀξίαν τριβὴν ἔχει hij heeft een waardig tijdverdrijf Aeschl. PV 639; Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν Orestes, voortdurend object van zorg van mijn ziel Aeschl. Ch. 749; οὐ μακροῦ χρόνου τριβή er zal niet veel tijd verstrijken Soph. Ant. 1078; getreuzel, uitvlucht:. μὴ τριβὰς ἔτι nu geen getreuzel meer! Soph. Ant. 1078; ἐς τριβὰς ἐλᾷ hij zal aansturen op uitvluchten Soph. OT 1160.

Middle Liddell

τρῐβή, ἡ, τρίβω
I. a rubbing or wearing away, wasting, Aesch.
II. practice, as opp. to theory, Xen.: also mere practice, routine, as opp. to true art, Plat.
III. that about which one is busied, an object of care, Lat. cura, Aesch.
IV. of Time, a spending, Soph., Plat.; ἀξίαν τριβὴν ἔχει 'tis time well spend, Aesch.; βίος οὐκ ἄχαρις ἐς τὴν τριβήν a life pleasant enough in the spending, Ar.
2. delay, putting off, ἐς τριβὰς ἐλᾶν to seek delays, Soph.; τριβὰς πορίζειν Ar.; and with the Verb omitted, μὴ τριβὰς ἔτι no more delays, Soph.