Κιμμερικός

Revision as of 02:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
des Cimmériens de la Chersonèse Taurique.
Étymologie: Κιμμέριος.

Russian (Dvoretsky)

Κιμμερικός: киммерииский (ἰσθμός Aesch.).

Middle Liddell

Κιμμερικός, ή, όν
Cimmerian, K. ἰσθμός the Crimea, Aesch.; Κιμμέριος, η, ον, Hdt.