λωβήτωρ

Revision as of 03:35, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = λωβητήρ, Opp.H.4.684, AP6.168 (Paul. Sil.), etc.: as fem., λωβήτορα κῆρα v.l. for λωβήμονα in Nic.Al.536.

Greek (Liddell-Scott)

λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 684, Ἀνθ. Π. 6. 168, κτλ.· μετ’ οὐδ., λωβήτορα κῆρα Νικ. Ἀλ. 536.

Greek Monolingual

λωβήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
λωβητήρ, βλαβερός, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ, νική-τωρ)].

Greek Monotonic

λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

λωβήτωρ: ορος ὁ Anth. = λωβητήρ.

Middle Liddell

λωβήτωρ, ορος, = λωβητήρ, Anth.]