νεόζυγος

Revision as of 04:10, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

ον,

   A newly-yoked: metaph., newly-married, νύμφη E.Med.804.

German (Pape)

[Seite 241] neu, eben erst angejocht, neu vermählt, νύμφη, Eur. Med. 804.

Greek (Liddell-Scott)

νεόζῠγος: -ον, ὁ νεωστὶ ζευχθείς· μεταφ., ὁ πρὸ μικροῦ εἰς γάμον ἐλθών, νύμφη Εὐρ. Μήδ. 804.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
nouvellement marié.
Étymologie: v. νεοζυγής.

Greek Monolingual

νεόζυγος, -ον (Α)
νεοζυγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + ζυγός), πρβλ. πολύ-ζυγος].

Greek Monotonic

νεόζῠγος: -ον (ζεύγνυμι), αυτός που πρόσφατα μπήκε στον ζυγό, που πρόσφατα ζεύχθηκε· μεταφ., νιόπαντρος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

νεόζῠγος: недавно вступивший в брак, новобрачный (νύμφη Eur.).

Middle Liddell

νεό-ζῠγος, ον ζεύγνυμι
newly yoked: metaph. new-married, Eur.