νεόπτολις

Revision as of 04:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

English (LSJ)

εως, ἡ, poet. for νεόπολις, πόλις ν.

   A new-founded city, A. Eu.687.

German (Pape)

[Seite 243] ἡ, poet. = νεάπολις, neugegründet, πόλις, Aesch. Eum. 637.

Greek (Liddell-Scott)

νεόπτολις: ἡ, ποιητ. ἀντὶ νεόπολις, = νεάπολις, πόλις ν., νεωστὶ κτισθεῖσα, Αἰσχύλ. Εὐμ. 687.

French (Bailly abrégé)

seul. nom.
nouvelle ville.
Étymologie: νέος, πτόλις.

Greek Monolingual

νεόπτολις, ἡ (Α)
(ποιητ. τ.) βλ. νεόπολις.

Greek Monotonic

νεόπτολις: ἡ, ποιητ. αντί νεόπολις = νεάπολις, πόλη πρόσφατα ιδρυμένη, κτισμένη, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

νεόπτολις: ἡ (только acc. νεόπτολιν) новый город: ν. πόλις Aesch. вновь построенный город.

Middle Liddell

νεόπτολις, ιος, ἡ, [poetic for νεόπολις
newly-founded, Aesch.