πλωτός
English (LSJ)
ή, όν, also ός, όν AP5.203 (Mel.):—epith. of the island of Aeolus, Od.10.3, i.e. (as expld. by Aristarch. ap. Eust.)
A floating; νῆσος π. floating island, Hdt.2.156; [τὴν γῆν] εἰπεῖν Θαλῆν . . πλωτὴν εἶναι . . ὥσπερ ξύλον Arist.Cael. 294a30; π. ἀπήναισι χαλκεμβόλοις floating wains, i.e. ships, Trag.Adesp.142 (= Lyr.Adesp.117); of fish, swimming, ἰχθύων π. γένος S.Fr. 941.9; π. θῆρες Arion 1; πλωτοί AP6.14 (Antip. Sid.), 23,296 (Leon.); πλωταὶ ἄγραι fishing, ib.180 (Arch.); π. ἐγχέλεις, so called because they float on the surface, Ath.1.4c; muraenae, Colum.8.17.8 (prob.); but π. ζῷα water-animals generally, Hp.Flat.3; opp. πεζά, πτηνά, Arist. HA488a1, cf. Pol.1258b19; τὰ π., of migratory fishes, opp. τὰ μόνιμα, Id.HA621b3, cf. 607b26; also of water-birds, ib.504a7, PA694a7; οἱ π. τῶν ὀρνίθων ib.b2. II navigable, ἐς θάλασσαν οὐκέτι πλωτὴν ὑπὸ βραχέων Hdt.2.102; ποταμοί Arist.Mir.836b32, Plb.10.48.1; to be passed over in ships, opp. πορευτός, Id.1.42.2, etc.; π. οἶμος Lyc.889; μήτε γῆν καρπὸν φέρειν μήτε θάλασσαν πλωτὴν εἶναι, formula in curses, IG3.1417, al., cf. BMus.Inscr.918 (Halic., ii/iii A. D.). 2 of seasons, fit for navigation, Plb.1.37.10: Subst. πλωτός (sc. καιρός), ὁ, the season for sailing, π. καὶ ἀροτοῦ Heraclit.All.7(s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 639] 1) schiffend, bes. schwimmend, νῆσος, Od. 10, 3, Αἰολίη, was nach dem Schol. Einige erklärten τὴν ἐμπλεομένην, οῖον τὴν ἐν πλεομένοις τόποις κειμένην, Aristarch aber περιφερομένη; vgl. Her. 2, 156; ἰχθύων γένος, Soph. frg. 678; θῆρες, Arion 1, 4; u. so hieß ein ganzes Fischgeschlecht ἡ πλωτὴ μύραινα, die stets oben schwimmende, vgl. Ath. I, 4 c. – 2) schiffbar; πέλαγος, Anyte 12 (VII, 215); θάλασσα οὐκέτι πλωτὴ ὑπὸ βραχέων, Her. 2, 102; ποταμός, τόπος, Pol. 1, 42, 2. 10, 48, 1; πάντων πλωτῶν καὶ πορευτῶν γεγονότων, 4, 40, 2; ἕλη, Plut. Pelop. 16.
Greek (Liddell-Scott)
πλωτός: -ή, -όν, καὶ ός, όν, ἐν Ἀνθ. Π. 5. 204· (πλώω)· ― ἐπίθ. τῆς νήσου τοῦ Αἰόλου, Ὀδ. Κ. 3, δηλ. (ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἀρίσταρχ. παρ’ Εὐστ.) ὁ ἐπιπλέων, ὡς ἡ Δῆλος κατὰ τὸν μεταγενέστερον μῦθον (ἴδε Δῆλος)· οὕτως ὁ Ἡρόδ. 2. 156 μνημονεύει πλωτὴν νῆσον, ἤτοι πλέουσαν, πρβλ. πλωάς· οὕτω, [τὴν γῆν] εἰπεῖν Θαλῆν... πλωτὴν εἶναι... ὥσπερ ξύλον Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 13· ― ὡσαύτως, ἐπὶ ἰχθύος, ὁ πλέων, νηχόμενος, πλ. ἰχθύων γένος Σοφ. Ἀποσπ. 678· πλ. θῆρες Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 566· καὶ μόνον πλωτοί, Ἀνθ. Π. 6. 14, 23, 296· πλωταὶ ἄγραι, ἁλιεία, αὐτόθι 180· π. μύραιναι, ἐγχέλεις, Λατ. flutae, καλοῦνται δὲ οὕτως ὡς ἐπιπλέουσαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀθήν. 4C. Columell. 8, 17· ― ἀλλά, πλ. ζῷα, καθόλου τὰ ἐν ὕδατι πλέοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23, πρβλ. Πολιτικ. 1. 11, 2· ― τὰ πλ. εἶναι ὡσαύτως ἰχθύες μεταβαίνοντες ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μόνιμα, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 14, πρβλ. 8. 30, 5 ― ὡσαύτως καὶ παρυδάτια πτηνά, αὐτόθι 2. 12, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18· τῶν ὀρνίθων οἱ πλ. αὐτόθι, 23. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πλεύσῃ, εἰς θάλασσαν οὐκέτι πλωτὴν ὑπὸ τῶν βραχέων Ἡρόδ. 2. 102· ποταμοὶ Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 10. 48, 1· ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ διὰ πλοίων ἀντίθετον τῷ πορευτός, ὁ αὐτ. 1. 42, 2, κτλ.· πλ. οἶμος Λυκόφρ. 889· μὴ γῆ βατή, μὴ θάλασσα πλωτὴ ἔστω, τύπος κατάρας, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 916, 989α-991, 2664, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ἐποχῶν ἢ καιρῶν, κατάλληλος πρὸς πλοῦν, Πολύβ. 1. 37, 10· ὡς οὐσιαστ., πλωτὸς (δηλ. καιρός), ὁ, ἡ πρὸς πλοῦν κατάλληλος ὥρα τοῦ ἔτους, καὶ πλωτοῦ, ἀρότου τε καὶ σπορᾶς Ἡρακλείδου Ἀλληγ. 7.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. navigable, accessible aux navires;
II. flottant :
1 flottant sur l’eau;
2 p. ext. qui nage.
Étymologie: πλώω.
English (Autenrieth)
floating, Od. 10.3†.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πλωτός, -όν, ΝΜΑ πλώω
1. αυτός που πλέει, που επιπλέει στην επιφάνεια του νερού
2. αυτός που μπορεί κανείς να τον διαπλεύσει
νεοελλ.
φρ. α) «πλωτή δεξαμενή»
(ναυπ.) τύπος δεξαμενής για ναυπηγικές εργασίες
β) «πλωτή γέφυρα» — γέφυρα που κατασκευάζεται σε ποταμούς, ιδίως σε περίοδο πολέμου, και που αποτελείται από κοίλα στεγανά σώματα τοποθετημένα το ένα δίπλα στο άλλο, πάνω στα οποία στηρίζεται το οδόστρωμα
γ) «πλωτό νοσοκομείο» — πλοίο, ιδίως πολεμικό, με ειδικά διασκευασμένους χώρους και εξοπλισμένο με τις απαραίτητες εγκαταστάσεις και τα αναγκαία μηχανήματα και όργανα για την παροχή νοσοκομειακής περίθαλψης
αρχ.
(για ψάρι) αυτός που κολυμπά στην επιφάνεια του νερού (ἰχθύων πλωτὸν γένος», Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) «τὰ πλωτά»
i) τα ψάρια που μεταναστεύουν
ii) τα παρυδάτια πτηνά
3. φρ. α) «πλωτὰ ζῶα» — τα ζώα που κολυμπούν
β) «πλωτὰ ἄγραι» — η αλιεία
γ) «πλωτὸς καιρός» — εποχή κατάλληλη για πλου.
Greek Monotonic
πλωτός: -ή, -όν (πλώω),·
I. πλωτός, αυτός που επιπλέει, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· πλωτοί, οι κολυμβητές, δηλ. τα ψάρια, σε Ανθ.
II. 1. πλωτός, πλόιμος, σε Ηρόδ.
2. λέγεται για τις εποχές, κατάλληλος προς πλεύση, σε Πολύβ.
Russian (Dvoretsky)
πλωτός: 3, редко
1) плавучий (νῆσος Her.);
2) (водо)плавающий, водяной (ἰχθύων γένος Soph.; ζῷα Arst.): πλωταὶ ἄγραι Anth. рыбная ловля;
3) (о водяных животных) совершающий миграции (τὰ πλωτὰ καὶ τὰ μόνιμα Arst.);
4) удобный для плавания, судоходный (θαλασσα Her.; ποταμός Arst., Polyb.);
5) благоприятный для плавания (καιρός Polyb.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλωτός -ή -όν [πλώω] drijvend:; πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ op een drijvend eiland Od. 10.3; τὰ πλωτὰ ζῷα de zeedieren Hp. Flat. 3; subst. οἱ πλωτοί de vissen. AP 6.296.4. bevaarbaar.
Middle Liddell
πλωτός, ή, όν πλώω
I. floating, Od., Hdt.; πλωτοί swimmers, i. e. fish, Anth.
II. navigable, Hdt.
2. of seasons, fit for navigation, Polyb.