βλεπτέον

Revision as of 06:01, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must look, εἴς τι Pl.Lg.965d, Arist.APr.44a36, etc.

Greek (Liddell-Scott)

βλεπτέον: ῥημ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ ἴδῃ, νὰ ἀποβλέψῃ, εἴς τι Πλάτ. Νόμ. 965D.

Spanish (DGE)

hay que observar τί ποτ' ἔστιν εἰς ὃ β. Pl.Lg.965d, εἰς τὰ προειρημένα β. Arist.APr.44a36, cf. Plot.6.5.2.

Greek Monotonic

βλεπτέον: ρημ. επίθ. του βλέπω, πρέπει κάποιος να κοιτάξει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βλεπτέον, adj. verb. van βλέπω, men moet kijken.