γαιονόμος
English (LSJ)
ον,
A dwelling in the land: inhabitant, A.Supp.54(anap.).
Greek (Liddell-Scott)
γαιονόμος: -ον, ὁ κατοικῶν τὴν γῆν, κάτοικος, τεκμήρι’ , ἃ γαιονόμοισιν ἄελπτα, ἐκ διορθώσεως του Herm. ἀντὶ τεκμήρια τά τ’ ἀνόμοια οἶδ’ ἄελπτα ἐν Αἰσχύλ. Ἱκ. 54.
Spanish (DGE)
-ον
que vive en la región, de donde sust. habitante A.Supp.54.
Greek Monolingual
γαιονόμος, -ον (Α)
εκείνος που διαμένει σε μια χώρα, ο κάτοικος.
Russian (Dvoretsky)
γαιονόμος: ὁ обитатель земли Aesch.