ἄγραφος

Revision as of 11:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

English (LSJ)

ον,

   A unwritten, μνήμη Th.2.43; ἄ. διαθῆκαι nuncupatory wills, Plu.Cor.9; ἄ. κληρονόμος Luc.Tox.23; ἄγραφα λέγειν to speak without book, Plu.Dem.8. Adv. -φως, κατὰ μνήμης σῴζεσθαι Procl. in Prm.p.553 S.    II ἄ. δίκαιον, moral or equitable justice, Arist. EN1162b22; ἄ. νόμοι or νόμιμα unwritten laws:    1 laws of nature, τοῖς ἀ. νομίμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἤθεσι D.18.275, cf. Arist. EN1180b1.    2 laws of custom, Th.2.37; ἄ. νόμιμα Pl.Lg.793a, cf. Arist.Rh.1373b5; ἄγραφα, τά, ib.1368b9; ἄ. ἀδίκημα a crime not recognized by law, Hsch.    3 religious traditions, as of the Eumolpidae, Lys.6.10.    III not registered, ἄ. πόλεις (in a treaty) Th.1.40; ἄ. γάμοι without written contract, CPR18.30 (ii A.D. Adv. -ως ibid., POxy.267.19(i A.D.)); ἄ. συνουσίαι not written down, Phlp.in Ph.513.30; συναλλαγματογραφίαι PTeb.1.140; ἄγραφα καὶ ἄστατα neither catalogued nor weighed, IG2.652B2; hence ἄγραφα, τά, sundries, PTeb.112.104 (ii B. C.), al.    2 ἄ. μέταλλα mines not registered, but worked clandestinely, Suid. s.v.    IV without inscription, IG 2.754, al.—Prose word.

German (Pape)

[Seite 22] ungeschrieben, bes. νόμος, ein nicht aufgeschriebenes Naturgesetz, Andoc. 1, 85; Plat. Rep. VIII, 563 d, entgegengesetzt γεγραμμένος, wie Dem. 23, 70. 18, 275, vgl. Legg. VII, 793 a τὰ ὑπὸ τῶν πολλῶν καλούμενα ἄγραφα νόμιμα. So Thuc. 2, 37; Xen. Mem. 4, 4, 19 u. Arist. oft, z. B. Rhet. 1, 10; ἀδικήματα ἄγραφα, nach Hesych. Verbrechen, gegen welche kein Gesetz gegeben. Allgemeiner μνήμη ἄγρ., entgegengesetzt ἡ στηλῶν ἐπιγραφή, Thuc. 2, 43; πόλεις ἄγραφοι 1, 40 sind Städte, die nicht in die Bündnisse aufgenommen, neutrale; ἀγράφου μετάλλου δίκη nach VLL., Proceß gegen diejenigen, welche eine Mine, ohne sich in die Staatslisten einschreiben zu lassen, eröffneten.

Greek (Liddell-Scott)

ἄγρᾰφος: -ον, ὁ μὴ γεγραμμένος, μνήμη, Θουκ. 2. 43· ἄγρ. διαθῆκαι, προφορικαὶ διαθ., Πλουτ. Κορ. 9, πρβλ. ἄγρ. κληρονόμος, Λουκ. Τόξ. 23· ἄγραφα λέγειν, ὁμιλεῖν ἄνευ βιβλίου ἢ χειρογράφου, ὁ αὐτ. Δημοσθ. 8: - Ἐπίρρ. -φως, Κλ. Ἀλεξ. 771. ΙΙ. ἄγραφοι νόμοι, οἱ μὴ γεγραμμένοι, εἶναι δὲ οὗτοι 1) οἱ νόμοι τῆς φύσεως, ὁ ἠθικὸς νόμος (πρβλ. ἄγραπτος) τοῖς ἀγρ. νόμοις καὶ τοῖς ἀνθρωπίνοις ἔθεσι, Δημ. 317. 23· τὸ δίκαιόν ἐστι διττόν, τὸ μὲν ἄγρ., τὸ δὲ κατὰ νόμον, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 13. 5. 2) νόμοι ἐξ ἔθους, ἔθιμα, κοινὸς νόμος, Θουκ. 2. 37. ἄγρ. νόμιμα, Πλάτ. Νόμ. 793Α, πρβλ. μάλιστα Ἀριστ. Ῥητ. 1. 10, 3. καὶ 13, 2· ἄγρ. ἀδίκημα, πλημμέλημα μὴ θεωρούμενον ὡς τοιοῦτον ὑπὸ τοῦ γραπτοῦ νόμου, «ἄγραφα ἀδικήματα, περὶ ὧν νόμος οὐ γέγραπται», Ἡσύχ. 3) θρησκευτικαὶ προφορικαὶ παραδόσεις, οἷαι αἱ τῶν Εὐμολπιδῶν, Λυσ. 104 8. ΙΙΙ. ὁ μὴ ἀναγραφόμενος ἔν τινι ἐγγράφῳ, ἄγρ. πόλεις, ὧν τὰ ὀνόματα δὲν περιλαμβάνονται ἐν συνθήκῃ τινί, Θουκ. 1. 40. 2) ἄγρ. μέταλλα, μεταλλεῖα, τὰ ὁποῖα δὲν ἀνεγράφοντο εἰς τὸν κατάλογον τῆς πόλεως, ἀλλ’ ἀνεσκάπτοντο κρυφίως πρὸς ἀποφυγὴν τοῦ φόρου 1/24, «ἀγράφου μετάλλου δίκη, εἴ τις οὖν ἐδόκει λάθρᾳ ἐργάζεσθαι μέταλλον, τὸν μὴ ἀπογραψάμενον ἐξῆν τῷ βουλομένῳ γράφεσθαι καὶ ἐλέγχειν», Σουΐδ. ἐν λέξ.· πρβλ. ἀπογράφω, ΙΙΙ, ἀναπόγραφος. IV. ὁ ἄνευ ἐπιγραφῆς, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 41. - Λέξις τοῦ πεζοῦ λόγου.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non écrit : ἄγραφος μνήμη THC souvenir non mentionné par écrit ; ἄγραφοι διαθῆκαι PLUT testaments verbaux ; ἄγραφοι νόμοι lois non écrites, càd naturelles ou morales, ou traditions, coutumes ; ἄγραφοι πόλεις cités non inscrites dans un traité;
2 non peint.
Étymologie: ἀ, γράφω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1no escrito μνήμη Th.2.43, ἄγραφα λέγειν hablar sin tener delante nada escrito Plu.Dem.8
no escrito en la Sagrada Escritura, Gr.Naz.M.36.133B
que no presenta inscripción κάλυμμα ἄγραφον IG 22.1529.13 (IV a.C.), χλανὶ[ς κ] αρτὴ ἄ. IG 22.1517.144 (IV a.C.)
de papiros, otros materiales en blanco, sin usar χάρτη BGU 822ue.28 (III d.C.), cf. PMich.123re.1a.7 (I d.C.).
2 no inscrito o registrado ἄ. πόλεις ciudades no inscritas en la alianza, Th.1.40, ἄ. διαθῆκαι testamentos hológrafos, nuncupativos Plu.Cor.9, ἄ. κληρονόμος heredero sin haber documento escrito Luc.Tox.23
esp. de matrimonios ἄ. γάμος matrimonio sin contrato escrito quizá como matrimonio a prueba Stud.Pal.20.4.10 (II d.C.), τῶν ἐξ ἀγράφων (sc. γάμων) παίδων Stud.Pal.20.4.30 (II d.C.), cf. PSI 921re.28 (II d.C.)
gener. de cualquier contrato o asunto no registrado, no consignado por escrito εἰ δέ τινα ἄγραφά ἐστι ἐν τῷ διαγράμματι si algo no está consignado en el reglamento, IG 5(1).1390.181 (Andania I a.C.)
op. γραπτός: πρᾶγμα PHarris 141.5 (II d.C.)
op. ἔγγραφος, ἔγγραπτος BGU 1782.15 (I a.C.), PMil.Vogl.225.19 (II d.C.), ὀφειλήματα PKöln 100.13 (II d.C.), ἀγράφου μετάλλου δίκη proceso por explotación de una mina no declarada Sud., ἄ. συναλλαγματογραφίαι PTeb.140 (I a.C.)
ἄγραφα géneros no catalogados o registrados, géneros diversos, IG 22.1388.52 (IV a.C.), PTeb.112.104 (II a.C.).
II de derecho, leyes
1 no escrito de las leyes naturales consuetudinarias o religiosas (νόμοι) ... ὅσοι ἄγραφοι ὄντες Th.2.37, cf. Pl.Lg.793a, D.18.275, ἄγραφα νομοθετήσαντι al que legisla leyes no escritas Pl.Plt.295e, τὰ μὲν γεγραμμένα ἐξ ἀνάγκης, τὰ δ' ἄγραφα οὔ Arist.Rh.1375a17, cf. Rh.1368b9, τὸ δίκαιόν ἐστι διττόν, τὸ μὲν ἄ. τὸ δὲ κατὰ νόμον Arist.EN 1162b22, ἀδίκημα ἄ. delito no registrado en la ley Hsch., τοῖς ἀγράφοις tradiciones religiosas Lys.6.10.
2 no prescrito por la ley, facultativo Aristeas 56.
III que no puede ser pintado o representado de Cristo, Chr.Pat.923.
IV adv. -ως
1 sin nada escrito κατὰ μνήμης σῴζεσθαι Procl.in Prm.718.
2 sin contrato escrito, en virtud de un contrato verbal ἃς ὀφείλει ... ἀ. ... δραχμάς BGU 183.23 (I d.C.), cf. PMil.Vogl.226.11 (II d.C.), ἃ εὐχρήστησεν ... τάλαντα PCair.Isidor.94.5, 20 (IV d.C.), esp. de matrimonios σύνεσμεν ἀλλήλοις ἀ. POxy.267.19 (I d.C.), συνεβίωσεν ἀ. SB 6611.12 (II d.C.).
3 en lit. crist. sin ratificar por las Escrituras Clem.Al.Strom.5.10.62.

Greek Monotonic

ἄγρᾰφος: -ον (γράφω),
I. 1. μη καταγεγραμμένος, σε Θουκ.· ἄγραφοι νόμοι, μη καταγεγραμμένοι νόμοι, δηλ.· α) νόμοι της φύσης, ηθικός νόμος, σε Δημ. β) νόμοι από έθιμο (εθιμικός νόμος), κοινός νόμος, σε Θουκ.
II. μη καταχωρημένος σε κάποιο έγγραφο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄγρᾰφος:
1) незаписанный, устный (μνήμη Thuc.; διαθῆκαι Plut.; κληρονόμος Luc.): ἄγραφα λέγειν Dem. говорить наизусть;
2) неписаный (νόμοι Lys., Dem., Arst., Plut.; νόμιμα Plat., Thuc.);
3) не включенный в список союзников, не внесенный в договор (πόλεις Thuc.).

Middle Liddell

γράφω
I. unwritten, Thuc.; ἄγραφοι νόμοι unwritten laws, i. e.
1. the laws of nature, moral law, Dem.
2. laws of custom, common law, Thuc.
II. not registered, Thuc. ἄγρει, ἀγρεῖτε, v. ἀγρέω.