σῖρις
English (LSJ)
or σίρις, ιδος, ἡ,= ξυρίς, EM209.35. II σίρις· ἀπαίδευτος, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
σῖρις: ἢ σίρις, -ιδος, ἡ, ὄνομα φυτοῦ, ὡσαύτως ξῦρις ἢ ξύρις, Ἐτυμολ. Μέγ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίρις· ἀπαίδευτος».
Greek Monolingual
και σῑρις, -ίριδος, ἡ, Α
η ξυρίς, είδος υποδήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του ξυρίς, -ίδος].
ἡ, Α
βλ. σίρις.