ἐργάσιμος
English (LSJ)
ον,
A to be worked, that can be worked, Alc. ap. Sch.Gen.Il.21.319, Plu.2.701c ; ξύλα, opp. καύσιμα, Poll.7.109 ; σκεῦος ἐ. δέρματος LXXLe.13.49 ; mostly of land, ἐ. χωρία tillable land, Pl.Lg.639a,958d, Arist.Pr.924a1 (sg. in PHal.1.103 (iii B.C.)); τὰ ἐ. X.Cyr.1.4.16, etc. ; τὰ τεμένη, ὅσα.. θεμιτόν ἐστιν ἐ. ποιεῖν to bring into cultivation, IG2.1059.17(iv B.C.) ; ἡ ἐ. (sc. γῆ) Thphr.HP 6.3.5. 2 ἐ. ἡμέρα a work-day, LXX 1 Ki.20.19. 3 ἐ., τό, cost of manufacture, ἄρτων UPZ149.25, cf. 20 (ii B.C.). II Act., working for a livelihood, τὸ ἐ. the working people, App.BC3.72 ; esp. of courtesans, Artem.1.78. 2 active, θρασύτης Orph.H.60.7.
German (Pape)
[Seite 1019] ον, zu bearbeiten, was bearbeitet werden kann, bes. vom Lande, urbar gemacht, χωρία Plat. Legg. I, 639 a; XII, 958 d; Xen. Cyr. 1, 4, 16; Theophr. u. Sp.; – thätig, arbeitend, θρασύτης Orph. H. 68, 11; τὸ ἐργάσιμον, die Arbeiter, App. B. C. 3, 72; γυναῖκες od. ἑταῖραι, öffentliche Huren, die ein Gewerbe damit treiben, Artemid. 1, 80.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργάσιμος: -ον, καὶ η, ον, ὁ ἐπιδεκτικὸς ἐργασίας, ὁ χρησιμεύων πρὸς ἐργασίαν, λίθοι Πλούτ. 2. 701C· ξύλα Πολυδ. Η΄ 109· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γῆς, ἐργ. χωρία, ἀρόσιμα, Πλάτ. Νόμ. 639Α, 958D. οὕτω, τὰ ἐργ. Ξεν. Κύρ. 1. 4, 16, κτλ.· τὰ τεμένη ὅσα… θεμιτόν ἐστιν ἐργάσιμα ποιεῖν Συλλ. Ἐπιγρ. 103. 17· ἡ ἐργ. (δηλ. γῆ) Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6.3, 5. 2) ἐργάσιμος ἡμέρα, ἡμέρα καθ’ ἣν δύναταί τις ἢ ἐπιτρέπεται νὰ ἐργασθῇ, Ἑβδ. (Α΄, Βασιλ. Κ΄, 19). ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐργαζόμενος πρὸς πορισμόν, τὸ ἐργάσιμον, οἱ ἐργαζόμενοι, ἡ ἐργατικὴ τάξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 72· ἰδίως ἐπὶ ἑταιρῶν, Ἀρτεμιδ. 1. 80. 2) δραστήριος, θρασύτης Ὀρφ. Ὕμν. 59. 7.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qu’on peut travailler, exploiter ; particul. qu’on peut cultiver ; τὰ ἐργάσιμα XÉN terre labourable.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἐργάσιμος, -ον και -ος, -η, -ον) εργασία
ο χρόνος κατά τον οποίο οφείλει ή μπορεί να εργάζεται κανείς («εργάσιμες ώρες γραφείου»)
αρχ.-μσν.
(για γη) καλλιεργήσιμος
αρχ.
1. αυτός που επιδέχεται κατεργασία («ἐν παντὶ σκεύει ἐργασίμῳ δέρματος», ΠΔ)
2. εργατικός, δουλευτής
3. (για πόρνη) αυτή που δουλεύει με το σώμα της
4. ενεργητικός, δραστήριος
5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐργάσιμον
α) τιμή, δαπάνη κατασκευής, κόστος
β) η εργατική τάξη.
Greek Monotonic
ἐργάσιμος: [ᾰ], -ον (ἐργάζομαι), λέγεται για τη γη, αρόσιμη, καλλιεργήσιμη, σε Ξεν. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐργάσιμος:
1) удобный для возделывания (χωρία Plat., Arst.);
2) поддающийся обработке, строительный (λίθοι Plut.);
3) податливый (φύσις Plut.).