μαρτυρικός
Greek (Liddell-Scott)
μαρτῠρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς μάρτυρα, Ἐκκλ. Ἐπιρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον μάρτυρος, αὐτόθι.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM μαρτυρικός, -ή, -όν) μάρτυρας
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μάρτυρα ή στη μαρτυρία
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα μαρτυρικά
τροπάρια που ψάλλονται προς τιμήν τών μαρτύρων της Εκκλησίας
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από βάσανα ή ταλαιπωρίες («μαρτυρικός θάνατος»)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ μαρτυρικόν
μαρτυρία, παράδειγμα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) οι βίοι τών μαρτύρων της Εκκλησίας.
επίρρ...
μαρτυρικώς και ά (AM μαρτυρικῶς)
με μαρτυρικό τρόπο
μσν.
με βεβαιώσεις.