ἕκτωρ

Revision as of 14:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ὁ [[" to "ὁ [[")

English (LSJ)

ορος, ὁ, ἡ, (ἔχω, cf. Pl.Cra.393a)

   A holding fast, v.l.for ἕστωρ, Il.24.272, cf. EM383.25; epith. of Zeus, Sapph.157; of anchors, ἕκτορες πλημμυρίδος Lyc.100, cf. Luc.Lex.15: as Subst.,= κροκύφαντος, hair-net, Leon. ap. Hsch.; also pl.,= πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ, Id.    II Hom. only as pr. n. Hector, the prop or stay of Troy, οἶος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ Il.6.403:—Adj. Ἑκτόρεος, α or η, ον, also ος, ον E.Rh. 1 (anap.):—of Hector, Hom., B.12.154, etc.: also Ἑκτόρειος, ον, Anaxil.38; κόμαι Lyc.1133.

German (Pape)

[Seite 784] ορος, ὁ, der Festhalter, Anker; Luc. Lexiph. 15; Lycophr. 100; vgl. ἕστωρ.

Greek (Liddell-Scott)

ἕκτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, (ἔχω, ἕξω) ὁ σταθερῶς, ἰσχυρῶς κρατῶν, ἐπίθ. τοῦ Διός, Σαπφὼ 149· ὡσαύτως ἐπὶ δικτύου, Λεωνίδης Ταραντ. παρ’ Ἡσυχ.· ἐπὶ ἀγκυρῶν, Λουκ. Λεξιφ. 15, ἃς καλεῖ ὁ Λυκόφρ. (στ. 100) ἕκτορας πλημμυρίδος, «κωλυτὰς τῶν κυμάτων» Σχόλ., πρβλ. ἕστωρ. ΙΙ. παρ’ Ὁμ. μόνον ὡς κύρ. ὄνομα, ὁ Ἕκτωρ, τὸ ἔρεισμα τῆς Τροίας, οἷος γὰρ ἐρύετο Ἴλιον Ἕκτωρ Ἰλ. Ζ. 403: - ἐντεῦθεν Ἑκτόρεος, α, ἢ η, ον, ὡσαύτως ος, ον, Εὐρ. Ρῆσ. 1· τοῦ Ἕκτορος, Ὁμ., κτλ.· ὡσαύτως Ἑκτόρειος, α, ον, Ἀναξίλ. ἐν Ἀδήλ. 6, Λυκόφρ. 1133.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
qui tient fortement, qui retient : ὁ ἕκτωρ LUC ancre.
Étymologie: ἔχω.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ
I ref. cosas lo que sujeta o mantiene
1 clavija o pezón encajado en la lanza del carro para uncirlo, l. antigua de Il.24.272 en Sch.Gen.ad loc. (p.212), cf. EM 383.25G., ἕκτορες· πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ Hsch.
2 tejido de malla, redecilla Leonidas en Hsch., cf. κροκύφαντος, κεκρύφαλος.
3 dicho de anclas ἕκτορες πλημμυρίδος sujeción ante la marea Lyc.100, ἕκτοράς τινας ἀμφιστόμους ... καὶ ναυσιπέδας Luc.Lex.15.
II ref. dioses o pers. el mantenedor o salvaguarda epít. de Zeus, Sapph.180, sobrenombre que los frigios daban a Darío, Hsch.s.u. Δαρεῖος
cuasi sinón. de ἄναξ: ὁ γὰρ «ἄναξ» καὶ ὁ «ἕκτωρ» σχεδόν τι ταὐτὸν σημαίνει rel. c. la etim. de ἔχω Pl.Cra.393a.

Greek Monolingual

ἕκτωρ, ο, η (Α)
1. αυτός που κρατεί, συγκρατεί ή στηρίζει γερά (και επίθ. του Διός)
(για άγκυρες) «ἕκτορες πλημμυρίδος» (Λυκόφρ.)
συγκρατητές, εμποδιστές τών κυμάτων
2. το αρσ. ως ουσ.ἕκτωρ
α) είδος άγκυρας
β) κεκρύφαλος
γ) στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλοι ἐν ῥυμῷ»
δ) (ως κύρ. όνομ.) Ἕκτωρ στον Όμηρ.
το στήριγμα, ο προστάτης, ο υπερασπιστής της Τροίας.

Russian (Dvoretsky)

ἕκτωρ: ορος ὁ ἔχω
1) держатель: ἕκτορες ἀμφίστομοι Luc. = ἄγκυραι;
2) вседержитель, хранитель (Ζεύς Sappho).