κεβλή

Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

English (LSJ)

(on the accent, v. Hdn.Gr.1.318), ἡ, Maced. form of κεφαλή, Call.Fr.140, cf. EM498.41: κεβαλή, ib.195.39, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
poét. c. κεφαλή.

Greek Monolingual

κεβλή και κέβλη και κεβαλή, ἡ (Α)
κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκεκομμένος τ. του κεβαλή που είναι της αρχ. μακεδονικής διαλέκτου, σχηματισμένος με την τροπή του δασέος σε μέσο (φ > β), που αποτελεί γνωστό φωνολ. χαρακτηριστικό της αρχ. μακεδόνικης διαλέκτου].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: head (Call. Fr. 140, EM)
Other forms: Call. Fr. 140, EM); also κεβαλή (H., EM), Macedon. for κεφαλή.
Compounds: As 1. member in κεβλή-γονος born from the head, adjunct of Ἀτρυτώνη (Euph. 108) and of the moon (Nic. Al. 433).
Derivatives: κεβλήνη ἡ ὀρίγανος H., from the three buds close to each other of the Origanums (Grošelj Razprave 2, 42); κέβλος κυνοκέφαλος (kind of ape), κῆπος H.
Origin: IE [Indo-European] (Maced.) [423] *gʰebʰ-el-head
Etymology: On κεβ(α)λή s. Pisani Rev. int. ét. balk. 3, 14ff., espec. Kretschmer Glotta 21, 162 and 22, 100ff., also Krahe IF 60, 297, who assumes Illyrian origin. Here after Mayer Glotta 31, 114ff. and 32, 72 also the Illyrian GN Cibalae (??). Also Chantr., BSL 61 (1966) 158 a.153. S. on κεφαλή.