φρέαρ
English (LSJ)
ep. φρεῖαρ Nic.Th.486, τό, gen. φρέᾱτος (v. sub fin.), contr.
A φρητός IGRom.1.1167C6 (Egypt, i A. D.), Hdn.Gr.1.409; Ep. dat. φρέᾰτι h.Cer.99 (s. v.l.), φρητί Call.Cer.15; pl. φρέᾱτα, also φρῆτα PCair.Zen.499.12 (iii B. C.); Ep. pl. φρείᾰτα (v. infr.):—an artificial well (thus distd. from κρήνη, cf. Hdt.4.120, D.14.30; but φ. ἀσφάλτον naphtha-spring, LXXGe.14.10, cf. Hdt.6.119), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Il.21.197; the stem φρεατ - first in h.Cer.l.c. 2 later, tank, cistern, reservoir, Hdt.1.68, Th.2.48,49, PHal.1.98 (iii B. C.), etc.; εἰς φ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Pl.La.193c, cf. Prt.350a; φ. ὀρώρυκται S.E.M.8.129; ποιητὰ φ., v. ποιητός 1: generally, pit, φ. διαφθορᾶς LXX Ps.54 (55). 24. b perh. oil-jar, Ar.Pl.810. 3 metaph., εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτων Pl.Tht.174c; ἐν φρέατι συσχόμενος ib. 165b; ἡ περὶ τὸ φ. ὄρχησις, prov. of persons 'on the brink of a volcano', Plu.2.68b; λύκος περὶ φ. χορεύει prov. ap. Hsch., Phot.; πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, i.e. a large wine-cup, Ath.5.192a, cf. Chamaeleon ap.eund.11.461c. [Att. gen. φρέᾱτος Ar.Ec.1004, Fr. 295, Stratt.57 (troch.), Alex.179, Apollod.Gel.1.] (Orig. frhvṛ, gen. frhvṇτος, cf. Arm. albiur 'well', Goth. and OE. brunna 'stream, burn', Lat. ferveo, defrutum.)
German (Pape)
[Seite 1304] gen. φρέατος, τό, ion. und ep. φρεῖαρ, φρείατος, att. auch zsgz. φρητός, Brunnen; bei Hom. Il. 21, 197 πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν vrbdn; vgl. h. Cer. 99; Her. 6, 119; Ar. Pax 569 Plut. 810 u. öfter; eine Cisterne oder ein Ziehbrunnen, im Ggstz von κρήνη, Thuc. 2, 48, wie Dem. 14, 30; übh. Wasserbehälter, εἰς φρέαρ καταβαίνοντες καὶ κολυμβῶντες Plat. Lach. 193 c, vgl. Prot. 349 e; auch Oelfaß, Ar. Uebertr. sagt Plat. εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν ἐμπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας, Theaet. 174 c. – [Α ist in den mehrsylbigen Casus bei den Epikern kurz, bei den Att. gew. lang; vgl. Buttm. Lexil. I p. 229; mit einigen Ausnahmen bei den Komikern.]
Greek (Liddell-Scott)
φρέαρ: τό, γενικ. φρέᾱτος, (ἴδε ἐν τέλει), συνῃρ. φρητὸς (κατὰ τὸν Χοιροβοσκ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 800. 10)˙ Ἐπικ. πληθ. φρείᾰτα. Πηγὴ ὕδατος τεχνικὴ (διακρινόμενη κατὰ τοῦτο τῆς κρήνης, πρβλ. Δημ. 186. 16), πᾶσαι κρῆναι καὶ φρείατα μακρὰ νάουσιν Ἰλ. Φ. 197 ὁ κοινὸς τύπος πρῶτον ἐν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 99, Ἡρόδ. 6. 119). 2) μεθ’ Ὅμηρον ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πηγάδι», Λατ. puteus, Ἡρόδ. 1. 68., 4. 120, Θουκ. 2. 48, 49˙ εἰς φρ. καταβαίνειν καὶ κολυμβᾶν Πλάτ. Λάχ. 193C, πρβλ. Πρωτ. 350Α˙ φρ. ὀρύσσειν Σέξτ. Ἐμπειρ. π. Μ. 8. 120˙ ποιητὰ φρ., ἴδε ποιητὸς Ι˙ ― καθόλου, βόθρος, ὄρυγμα, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΝΔϳ, 24)˙ ― ἀγγεῖον ἐλαίου, Ἀριστοφ. Πλ. 810. 3). μεταφορ, εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν Πλάτ. Θεαίτ. 174C· ἐν φρέατι συνεχόμενος αὐτόθι 165Β˙ ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις, παροιμία ἐπὶ ἀνθρώπων εὑρισκομένων εἰς τὸ χεῖλος τοῦ ὀλέθρου, Πλούτ. 2. 68Α˙ πίνειν ἐξ ἀργυροῦ φρέατος, παροιμία ἐπὶ ἀνθρώπου πολυπότου, Ἀθήν. 192Α, 461C. (Πρβλ. Γοτθ. brunna, Ἀρχ. Γερμ. brunno, Γερμ. brunnen, Ἀρχ. Ἀγγλ. burn, bourne)˙ ἴσως (ὡς νομίζει ὁ Grimm) συγγενὲς τῷ fervere (brennen)˙ ἴδε Κούρτ. ἀρ. 415). [Ἀττικ. γεν. φρέᾱτος. Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1004, ἐν «Εἰρήνῃ δευτέρᾳ» 3 (Meineke), Στράττις ἐν «Ψυχασταῖς» 1, Ἄλεξις ἐν «Παρασίτῳ» 2, Ἀπολλόδωρος ὁ Γελῷος ἐν «Ἀπολειπούσῃ» 1˙ οὕτω φρεᾱτιαῖος˙ πρβλ. κέρας].
French (Bailly abrégé)
φρέατος (τό) :
I. puits : ◊ prov. ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις PLUT la danse autour du puits en parl. de pers. qui ne voient pas le danger;
II. p. anal.
1 citerne, réservoir d’eau;
2 cuve pour l’huile nouvelle.
Étymologie: p. *φρέϜαρ > *φρύαρ, de *Ϝρύω, c. ἐρύω, puiser.
English (Strong)
of uncertain derivation; a hole in the ground (dug for obtaining or holding water or other purposes), i.e. a cistern or well; figuratively, an abyss (as a prison): well, pit.
English (Thayer)
φρεαρατος, τό, from the Homer hymn Cer. 99 and Herodotus 6,119 down; the Sept. for בְּאֵר and (in בּור (a pit, cistern), a well: φρέαρ τῆς ἀβύσσου, the pit of the abyss (because the nether world is thought to increase in size the further it extends from the surface of the earth and so to resemble a cistern, the orifice of which is narrow), Revelation 9:1f.
Greek Monolingual
-ατος, το, ΝΜΑ, και φρεῑαρ, -είατος, και συνηρ. τ. φρῆρ, -ητός, Α
βαθύ τεχνητό όρυγμα κυλινδρικού σχήματος για την άντληση νερού, πηγάδι («οὔτε ἄντλημα ἔχεις καὶ τὸ φρέαρ ἐστὶ βαθύ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. κάθε τεχνητό όρυγμα που φτάνει σε κοίτασμα μετάλλου ή ορυκτού (α. «φρέαρ ορυχείου» β. «φρέαρ άντλησης πετρελαίου»)
2. φρ. α) «αρτεσιανό φρέαρ» — πηγάδι που ανοίγεται με γεώτρηση ή σκάψιμο μέχρι το υδροφόρο στρώμα, έτσι ώστε να δοθεί διέξοδος στο νερό που βρίσκεται υπό πίεση και το οποίο αναβλύζει χωρίς άντληση
β) «φρέαρ δυναμικού»
φυσ. η διαμόρφωση της κατανομής του ηλεκτρικού δυναμικού γύρω από ένα ηλεκτρικώς φορτισμένο σώμα, λ.χ. έναν ατομικό πυρήνα, με τη μορφή πηγαδιού με υπερυψωμένα χείλη
αρχ.
1. όρυγμα, λάκκος («τίνος ὑμῶν υἱὸς ἤ βοῦς εἰς φρέαρ ἐμπεσεῑται», ΚΔ)
2. μεγάλο χάσμα στη γη («καὶ ἤνοιξε τὸ φρέαρ τῆς ἀβύσσου», ΚΔ)
3. δεξαμενή νερού
4. αγγείο για το λάδι («τὸ φρέαρ δ' ἐλαίου μεστόν», Αριοτοφ.)
5. μεγάλο ποτήρι («καὶ πίνει ἐξ ἀργυροῦ φρέατος», Αθήν.)
6. μτφ. δυσχερής θέση («εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν εἰσπίπτειν ὑπὸ ἀπειρίας», Πλάτ.)
7. παροιμ. φρ. «ἡ περὶ τὸ φρέαρ ὄρχησις» — λέγεται για ανθρώπους που βρίσκονται στα πρόθυρα καταστροφής, στο χείλος του γκρεμού (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φρέ-αρ ανάγεται στην ΙΕ ρίζα bhr-ēw-, άλλη μορφή —με παρέκταση -w- και έκταση του φωνήεντος -e- της ρίζας bher- «κινούμαι ορμητικά, αναβράζω, κοχλάζω» (πρβλ. και τη μορφή bher-w-, από όπου το λατ. ferveo «βράζω» και, κατά μία άποψη, τα ρ. φύρω, φορύνω) και εμφανίζει μια χαρακτηριστική σημασιολογική εξέλιξη από τη σημ. «νερό που αναβράζει» στη σημ. «πηγή νερού, πηγάδι». Από μορφολογική άποψη, ο τ. φρέ-αρ έχει προέλθει από την απαθή βαθμίδα της ρίζας bhrēw- (< φρῆF-) με το επίθημα –r στη συνεσταλμένη του μορφή -r- (> -αρ, πρβλ. στέ-αρ με τον εξής τρόπο: bhrēw-r> φρῆF- ăρ > φρέ-ᾱρ (με αντιμεταχώρηση, πρβλ. λεώς < ληός / λᾱός). Ο επ. τ. φρεῖαρ, εξάλλου, προήλθε από τον τ. φρηFᾰρ με βράχυνση του μακρού φωνήεντος -η- μπροστά από άλλο φωνήεν μετά τη σίγηση του ενδοφωνηεντικού -F- (πρβλ. ἱερ-ηF-ιον > ἱερήϊον > ἱερέϊον) και την ανάπτυξη του -ι- για μετρ. λόγους, ενώ ο δωρ. τ. φρῆρ εμφανίζει συναίρεση τών -εα- όπως και οι τ.: γεν. φρητός, δοτ. φρητί, ονομ. πληθ. φρῆτα. Αντίστοιχος με τη λ. φρέαρ και με παρόμοιο τρόπο σχηματισμένος είναι ο αρμ. τ. atbiwr «πηγή» (< a-tb- < -a-rb- < br- < bhrēwar-), ενώ από τη μηδενισμένη βαθμίδα bhru- της ρίζας και με επίθημα σε -n- (γνωστή είναι η εναλλαγή στα επιθήματα -r / n-, πρβλ. ὕπνος: ὗπαρ) έχουν σχηματιστεί τα: γοτθ. brunna, αρχ. άνω γερμ. brunno «πηγή, πηγάδι» (πρβλ. και το νεώτερο γερμ. Brunnen). Τέλος, στην ίδια μορφή ρίζας bhru ανάγεται, κατά μία άποψη, το ρ. φρυάσσομαι].
Greek Monotonic
φρέαρ: επικ. φρεῖαρ, τό, γεν. φρέᾱτος, Επικ. πληθ. φρείᾰτα·
1. πηγή νερού (διακρινόμενη από την κρήνη, νερό πηγής), σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.
2. δεξαμενή, στέρνα, πηγάδι, Λατ. puteus, σε Ηρόδ., Θουκ.· σκεύος για λάδι, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρέᾰρ: ᾰτος и ᾱτος, эп. φρεῖαρ, ᾰτος τό
1) колодец (κρῆναι καὶ φρείατα Hom.): ἐν φρέατι συνέχεσθαι Plat. попасть в колодец, т. е. оказаться в трудном положении; τὴν περὶ τὸ φ. ὄρχησιν ὀρχεῖσθαι Plut. плясать вокруг колодца, т. е. подвергать себя опасности;
2) бассейн, цистерна (τὸ φ. ἐλαίου μεστόν Arph.).
Middle Liddell
!φρέαρ, τό,
1. a well (distinguished from κρήνη, a spring), Il., Hdt.
2. a tank, cistern, reservoir, Lat. puteus, Hdt., Thuc.: an oil jar, Ar.