Ἀραβάρχης

Revision as of 10:05, 11 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Beta Code=*" to "Beta Code=*")

English (LSJ)

v. Addenda.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀραβάρχης: -ου, ὁ, ὁ τοῦ Ἀραβικοῦ νομοῦ ἐν Αἰγύπτῳ νομάρχης, Συλλογ. Ἐπιγρ. 4751, 5075, Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 8, 1. Ὑπὸ ἐκδοτῶν τινων παρελήφθη ἡ λέξις (ἐκ χειρογρ.) εἰς Κικ. Ἐπιστ. πρὸς Ἀττ. 2. 17, 3, Ἰουβεν. 1. 130, ἀντὶ Ἀλαβάρχης, Alabarches. Ὁ τελευταῖος οὗτος τύπος ἑρμηνεύεται ὡς σημαῖνον εἰσπράκτορα φόρων ἢ τελώνην, ἐν ᾗ σημασίᾳ μετεχειρίσθη τὴν λέξιν ὁ Κικέρων σαρκαστικῶς περὶ τοῦ Πομπηΐου, ὅστις ἐκαυχᾶτο ὅτι ηὔξησε μεγάλως τοὺς φόρους, Κικ. π. Ἀττ. ἔνθ’ ἀν.· παρὰ δὲ τῷ Ἰωσήπῳ φαίνεται ὅτι εἶναι τὸ ὄνομα τοῦ πρώτου ἄρχοντος τῶν Ἰουδαίων ἐν Ἀλεξανδρείᾳ. - Τὸ ζήτημα εἶναι ἂν ἀμφότεροι οἱ τύποι ὑπῆρχον, ἢ ὁ ἕτερος (καὶ ἂν οὕτω, πότερος) εἶναι παραφθορὰ τοῦ ἑτέρου: πρβλ. ἀλαβαρχέω, ἀλαβαρχία καὶ ἴδε ἐπὶ πᾶσι Sturz Dial. Mac. σ. 65 κἑξ.