ἱεροκαυτῶ, -έω (Α)1. προσφέρω θυσία ως ολοκαύτωμα2. παθ. ἱεροκαυτοῦμαι, -έομαικαίγομαι ως θύμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -καυτώ (< -καυτος < καυτός), πρβλ. λυχνο-καυτώ, ολο-καυτώ].