κόρυμβος
English (LSJ)
ὁ, pl. both κόρυμβοι and heterocl. κόρυμβα (v. infr.), (κόρυς, κορυφή)
A uppermost point, once in Hom., νηῶν . . ἄκρα κόρυμβα high-pointed sterns of ships, Il.9.241 ( = ἄφλαστα, ἀκροστόλια, Hsch., but the meaning was disputed, Ar.Fr.222); νεὼς κόρυμβα A.Pers. 411, cf. E.IA258 (lyr.); ἀφλάστοιο κόρυμβα A.R.2.601; ἄφλαστα καὶ κ. Lyc.295. 2 the top of a hill, φεύγοντες ἐπὶ τοῦ ὄρεος τὸν κ. Hdt. 7.218, cf. D.H.9.23; ἐπ' ἄκρον κ. ὄχθου A.Pers.659 (lyr.). II = κρωβύλος, κ. τῶν τριχῶν Heraclid.Pont. ap. Ath.12.512c; ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις AP6.219 (Antip.), cf. Com.Adesp.1331. III cluster of the ivy fruit, κόρυμβα ἀμφὶ κρητὶ κίσσιν' ἔστεπτο prob. in Herod.8.33, cf. Corn.ND30, AP12.8 (Strat.), Plu.2.648f, Him.Or. 13.7: generally, cluster of fruit or flowers, Mosch.3.4, Nonn.D.12.224.
German (Pape)
[Seite 1488] ὁ, mit dem plur. κόρυμβα, τά, wozu Eust. den sing. τὸ κόρυμβον bildet (κόρυς, κορυφή), das Oberste, Aeußerste, die Spitze, Kuppe; – 1) ἄκρα κόρυμβα νηῶν, Il. 9, 241, Schol. ἀκροστόλια, ἄφλαστα; so auch Aesch. Pers. 403; κορύμβοις πρυμναίοισι Theaet. Schol. 2 (X, 16); ἀφλάστοιο κόρυμβα Ap. Rh. 2, 601; vgl. Lycophr. 295; also der mit Zierrathen versehene Spiegelder Schiffe, vgl. κορώνη. – Aber auch ἐλθ' ἐπ' ἄκρον κόρυμβον ὄχθου, Aesch. Pers. 650, wie Her. φεύγοντες ἐπὶ τοῦ οὔρεος τὸν κόρυμβον, 7, 218. – 2) vom Haare, wie κρώβυλος, ein geflochtener Haarbüschel od. Haarzopf, der spiralförmig aufgewickelt u. auf dem Scheitel mit einer Haarnadel befestigt wurde, bes. bei Iungfrauen; vgl. Thuc. 1, 6; Heraclid. Pont. bei Ath. XII, 512 b, vgl. κορύμβη. – 3) der traubenförmige Fruchtbüschel einer Pflanze, die Blüthentraube, Hosch. 3, 4; bef. des Epheu's, Strat. 7 (XII, 8); Plut. Symp. 3, 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
κόρυμβος: ὁ, πληθ. κόρυμβοι καὶ ἑτερογεν. κόρυμβα· (κόρυς, κορυφή)· τὸ ἀνώτατον σημεῖον, ἡ κορυφή, τὸ τέλος, παρ’ Ὁμήρ. μόνον ἅπαξ, νηῶν... ἄκρα κόρυμβα, τὰ καμπύλα ἄκρα τῆς πρύμνης, κατὰ τὸν Σχολ. «τὰ τῶν νεῶν ἀκροστόλια», Ἰλ. Ι. 241· ἄλλως ἄφλαστα, ἀκροστόλια, κατὰ τὸν Ἡσύχ.· ἂν καὶ φαίνεται ὅτι ὑπῆρχεν ἀμφιβολία τις περὶ τῆς σημασίας αὐτοῦ ἔτι κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Ἀριστοφ., ἴδε Δινδ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀποσπ. σ. 527· οὕτως ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 411 (ἔνθα ἴδε Blomf. 417), Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 258· ἀφλάστοιο κόρυμβα Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 601· ἄφλαστα καὶ κόρυμβ. Λυκόφρ. 295· ― ἀκολούθως. 2) κορυφὴ βουνοῦ, φεύγοντες ἐπὶ τοῦ οὔρεος τὸν κ. Ἡρόδ. 7. 218· ἐπ’ ἄκρον κ. ὄχθου Αἰσχύλ. Πέρσ. 659. ΙΙ. = κρωβύλος, κ. τῶν τριχῶν Ἡρακλείδ. Ποντ. παρ’ Ἀθην. 512C ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις Ἀνθ. Π. 6. 219. οὕτω καὶ κορύμβη, Ἄσιος 2. 6· ἴδε ἐν λέξ. κρωβύλος. ΙΙΙ. ὁ βότρυς τοῦ ἄνθους ἢ καρποῦ τοῦ κισσοῦ, Ἀνθ. Π. 12. 8, Πλούτ. 2. 648F· καθόλου, βότρυς καρποῦ ἢ ἄνθους, Μόσχ. 3. 4, Χριστοδ. Ἔκφρ. 397, Νόνν., κτλ. 2) ὁ καυλὸς τοῦ ἀσπαράγου, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
plur. τὰ κόρυμβα;
1 sommet d’une montagne;
2 bord d’un tombeau;
3 ornement ou armure à l’extrémité supérieure de la proue;
4 grappe de fruits ou de fleurs formant pyramide, particul. grappe de lierre.
Étymologie: κορυφή avec insertion d’un μ ; cf. στρόμβος de στρέφω.
English (Autenrieth)
pl. κόρυμβα (cf. κόρυς, κάρη): pl., the heads, bow-ends of a vessel, cf. ἄφλαστα, Il. 9.241†. (See cut No. 38.)
Greek Monolingual
ο (ΑM κόρυμβος, Α πληθ. κόρυμβοι, οἱ, και κόρυμβα, τὰ)
1. το ακρότατο σημείο
2. (για πλοία) το ακροστόλιο («στεῡται γὰρ νηῶν ἀποκόψειν ἄκρα κόρυμβα», Ομ. Ιλ.)
3. (για όρος) η κορυφή («οἴχοντο φεύγοντες ἐπὶ τοῦ οὔρεος τὸν κόρυμβον», Ηρόδ.)
4. κότσος τών μαλλιών
νεοελλ.
1. αστρον. ο άπηγας
2. βοτ. τύπος ταξιανθίας στην οποία οι ποδίσκοι τών ανθέων, απλοί ή διακλαδισμένοι, εμφανίζονται σε διάφορα ύψη του άξονά της, αλλά έχουν διαφορετικό μήκος ο καθένας και έτσι όλα τα άνθη βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο
3. φρ. «κόρυμβος οδοντωτός» — κόσμημα της εσωτερικής ζωφόρου του θόλου τών τεκτονικών Στοών
μσν.-αρχ.
ο βοτρυοειδής λοφίσκος του άνθους ή καρπού κισσού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται με το κορυφή, εμφανίζει όμως ένα δυσερμήνευτο έρρινο στοιχείο που ίσως να οφείλεται σε εκφραστικούς λόγους ή να αποτελεί λαϊκό στοιχείο. Το στοιχείο αυτό προκάλεσε την ηχηροποίηση του άηχου -φ- τρέποντάς το σε -β-.
ΠΑΡ. κορυμβίτης, κορυμβώδης
αρχ.
κορυμβάς, κορύμβη, κορυμβήθρα, κορύμβηλος, κορυμβίας, κορύμβιον
μσν.
κορυμβώ.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) κορυμβοφόρος
αρχ.
κορυμβοειδής. (Β συνθετικό) ακροκόρυμβος, δικόρυμβος, κισσοκόρυμβος, τετρακόρυμβος, χρυσοκόρυμβος.
Greek Monotonic
κόρυμβος: ὁ, πληθ. κόρυμβοι και κόρυμβα· (κόρυς, κορυφή)·
I. 1. το ανώτατο σημείο, κορυφή, τέλος, νηῶν ἄκρα κόρυμβα, τα καμπυλωτά άκρα της πρύμνης στο πλοίο, σε Ομήρ. Ιλ.· στον πληθ., λέγεται για το πλοίο μόνο του, σε Αισχύλ.
2. η κορυφή λόφου, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
II. κρωβύλος, σε Ανθ.
III. τσαμπί φρούτων ή λουλουδιών, σε Μόσχ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κόρυμβος: ὁ (pl. тж. τὰ κόρυμβα)
1) оконечность корабля, край кормы (νηῶν Hom.; Φοινίσσης νεώς Aesch.);
2) вершина (τοῦ οὔρεος Her.; ὄχθου Aesch.);
3) бот. пучок, гроздь, кисть Plut., Anth.;
4) высокая прическа (εὔσπειροι κόρυμβοι Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κόρυμβος -ου, ὁ [~ κορυφή] plur. κόρυμβοι en κόρυμβα top:; τοῦ ὄρεος top van de berg Hdt. 7.218.3; plur. uiteinde:. νεὼς κόρυμβα achtersteven van een schip Aeschl. Pers. 411. haarknot:. ἀσκητὸς ἐϋσπείροισι κορύμβοις versierd met kunstig gevlochten haarknot AP 6.219.3.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m., pl. -α (-οι)
Meaning: uppermost point of a ship (Ι 241), top of a mountain (Hdt., A.), cluster of the ivy fruit (Mosch., Corn., Plu.), hairknot; = κρωβύλος (Herakleid. Pont.).
Other forms: Also κόρυμνα κόσμος τις γυναικεῖος περιτραχήλιος H.
Compounds: Compp., e. g. κορυμβο-φόρος bearing fruit (Longos), δι-κόρυμβος with two tops (hell. poetry).
Derivatives: κορύμβη f. hairknot (Asios), hairband (Antim.). - κορύμβιον grape (Dsc.); κορυμβίας (Thphr.), κορύμβηλος (Nic.), κορυμβήθρα (Ps.-Dsc.) ivy, Hedera helix; cf. Strömberg Theophrastea 91, Pflanzennamen 53; κορυμβίτης (κισσός) id. (medic., Plin., Redard Les noms grecs en -της 73); κορυμβώδης grape-like (v. l. Dsc. 3, 24); κορυμβόομαι be bound together in a hairknot (Nic. Dam.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: To κορυφή (s. v.); Persson Beitr. 2, 584 n. 1.
Middle Liddell
κόρυμβος, ὁ, κόρυς, κορυφή
I. the uppermost point, head, end, νηῶν ἄκρα κόρυμβα high-pointed sterns of ships, Il.; in pl. of a single ship, Aesch.
2. the top of a hill, Hdt., Aesch.
II. = κρωβύλος, Anth.
III. a cluster of fruit or flowers, Mosch., Anth.