(Α ξενηλατῶ, -έω)εκδιώκω τους ξένους ή απαγορεύω την είσοδό τους στη χώρα («ὥσπερ ἐν Λακεδαίμονι ξενηλατοῦνται», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ηλατῶ (< -ηλατος < ἐλαύνω), πρβλ. λε-ηλατώ].