σάρκα
Greek Monolingual
η / σάρξ, σαρκός, ΝΜΑ, και αιολ. τ. σύρξ Α
1. το μυώδες μέρος του σώματος τών ανθρώπων και τών ζώων, το κρέας (α. «στα μέρη όπου λαγωνικά τα δάχτυλα / μυρίζονται τη σάρκα», Ελύτης
β. «ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα», Ομ. Οδ.)
2. το μέρος αυτό του σώματος ως έδρα τών παθών, τών ορέξεων και τών σαρκικών επιθυμιών, η υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή («φανερὰ δὲ ἐστι τὰ ἔργα τῆς σαρκός», ΚΔ)
3. βοτ. το απαλό και χυμώδες τμήμα τών καρπών, σε αντιδιαστολή προς τον πυρήνα
4. φρ. α) «σαρξ εκ της σαρκός μου» — σάρκα από την σάρκα μου, γέννημα δικό μου, παιδί μου (ΠΔ)
β) «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σαρξ ασθενής» — λέγεται σε περίπτωση που οι επιθυμίες, τα όνειρα και τα σχέδια κάποιου υπερβαίνουν τις δυνατότητές του να τά πραγματοποιήσει (ΚΔ)
νεοελλ.
1. (φυτοπαθ.) πολύ σοβαρή ασθένεια τών πυρηνόκαρπων οπωροφόρων, η οποία οφείλεται σε ιό και προκαλεί μεγάλες καταστροφές στην παραγωγή
2. φρ. «παίρνω σάρκα και οστά»
(για ιδέα, προσπάθεια ή σκοπό) υλοποιούμαι, πραγματοποιούμαι
νεοελλ.-μσν.
όρος που χρησιμοποιήθηκε από τους μεταβυζαντινούς εικονογράφους για να δηλώσει το φωτεινό χρώμα της σάρκας κατά την διάρκεια της σκιώδους προπαρασκευαστικής χρώσης τών γυμνών μερών της εικόνας
αρχ.
1. τεμάχιο κρέατος ή δέρματος («σάρκας τρεῑς», επιγρ.)
2. η υλική άποψη τών πραγμάτων («σοφοὶ κατὰ σάρκα», ΚΔ)
3. (στον εν. αλλά κυρίως στον πληθ.) αἱ σάρκες
ολόκληρο το σώμα, μέσα στο οποίο, σύμφωνα με τις αρχαίες δοξασίες, κατοικεί η άυλη ουσία της ανθρώπινης φύσης, δηλαδή η ψυχή
4. φρ. α) «ἡ σὰρξ τοῦ σκύτους» — η εσωτερική επιφάνεια του δέρματος
β) «πᾱσα σάρξ» — κάθε άνθρωπος
γ) «οὐ πᾱσα σάρξ» — κανένας, ουδείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σάρξ, σαρκός έχει αναχθεί στη συνεσταλμένη βαθμίδα twrk- της ΙΕ ρίζας twerk- «κόβω» (στην Ελληνική το συμφωνικό σύμπλεγμα tw- συριστικοποιήθηκε: tw > ss- > s-, πρβλ. σείω) και έχει συνδεθεί με το αβεστ. θw∂r∂saiti «κόβω» (πρβλ. το λατ. caro «κρέας» με αρχική σημ. «μέρος, τμήμα, κομμάτι» συγγενικό της οικογένειας του κείρω «κόβω»). Στην Αβεστική, ωστόσο, η ρίζα θwar∂s- του ρ. χρησιμοποιείται συχνά και με σημ. «ρυθμίζω, κανονίζω, ορίζω, προσδιορίζω, δίνω μορφή» (πρβλ. αβεστ. θwar∂xštar- «δημιουργός»), οπότε και η λ. σάρξ θα σήμαινε: «αυτό που δίνει την μορφή του σε κάθε ον». Η σύνδεση, τέλος, της λ. με το χετιττ. tuekka- «σώμα» δεν θεωρείται πιθανή. Η λ. σάρκα είχε ευρεία διάδοση στην ιατρική και φαρμακευτική ορολογία και επίσης στη χριστιανική γραμματεία, όπου χρησιμοποιήθηκε με ποικίλες προεκτάσεις. Για την μεταφορική, εξάλλου, χρήση της λ. με την σημ. «ειρωνεία, καυστικότητα, πικρόχολη διάθεση» βλ λ. σαρκάζω, σαρκασμός).
ΠΑΡ. σαρκάζω, σαρκίδιο(ν), σαρκικός, σάρκινος, σαρκίο(ν), σαρκώδης, σαρκώ(-νω)
αρχ.
σάρκειος, σαρκεύς, σαρκήρης, σαρκίζω, σαρκίς, σαρκίτις
μσν.
σαρκαίος νεοελλ. σαρκερός.
ΣΥΝΘ. (Α
συνθετικό) σαρκοβόρος, σαρκοειδής, σαρκοεπιπλοκήλη, σαρκοκήλη, σαρκόκολλα, σαρκολαβίδα(-ίς), σαρκολάβος, σαρκόμφαλο(ν), σαρκόρριζος, σαρκοφάγος, σαρκόφυλλος αρχ. σαρκελάφεια, σαρκοβρώς, σαρκογονία, σαρκοδακής, σαρκολάτρης, σαρκολιπής, σαρκοπέδη, σαρκοποιός, σαρκόπτερος, σαρκόπυον, σαρκοτακής, σαρκοτικτώ, σαρκοτυπής, σαρκοφανής, σαρκοφθόρος, σαρκοφόρος, σαρκοφυώ, σαρκοχαρής
αρχ.-μσν.
σαρκοβλαστάνω, σαρκόθλασμα, σαρκομανώ, σαρκοπαγής, σαρκοτόκος, σαρκοτρόφος μσν. σαρκοβλέπτης, σαρκόθλασις, σαρκολαμπής, σαρκομοιόμορφος, σαρκόσαθρος, σαρκόφρων, σαρκοχίτων
μσν.- νεοελλ.
σαρκογενής, σαρκόφιλος
νεοελλ.
σαρκείλημα, σαρκόβλαστος, σαρκογαλακτικός, σαρκοθλάστης, σαρκοκάρπιο, σαρκολογία, σαρκόρραμφος, σαρκόσπερμος, σαρκοτρίπτης, σαρκόχρους, σαρκόψυλλος. (Β' συνθετικό) απαλόσαρκος, αραιόσαρχος, άσαρκος, ένσαρκος, εύσαρκος, κατάσαρκος, λεπτόσαρκος, λευκόσαρχος, λινόσαρκος, λιπόσαρκος, μαλακόσαρκος, ολιγόσαρκος, παχύσαρκος, πολύσαρκος, σκληρόσαρκος, τρυφερόσαρκος, υπέρσαρκος
αρχ.
βαθύσαρκος, βαρύσαρκος, επίσαρκος, κενόσαρκος, μεγαλόσαρκος, μικρόσαρκος, ξηρόσαρκος, περίσαρκος, περισσόσαρκος, πλατύσαρκος, πυκνόσαρκος, υγρόσαρκος, φιλόσαρκος, ψυχρόσαρκος
νεοελλ.
γαλατόσαρκος, ισχνόσαρκος, κακόσαρκος, καλόσαρκος, χοντρόσαρκος].