ἄριχα
English (LSJ)
ἄρρεν πρόβατον, Hsch. ἀρῐχάομαι or ἀρρῐχ-,
A v. ἀναρριχάομαι.
Spanish (DGE)
ἄρρεν πρόβατον Hsch., v. βάριχοι.
Frisk Etymological English
See also: ἀρήν
Frisk Etymology German
ἄριχα: {árikha}
See also: s. ἀρήν.
Page 1,140
ἄρρεν πρόβατον, Hsch. ἀρῐχάομαι or ἀρρῐχ-,
A v. ἀναρριχάομαι.
ἄρρεν πρόβατον Hsch., v. βάριχοι.
See also: ἀρήν
ἄριχα: {árikha}
See also: s. ἀρήν.
Page 1,140