ἁγνότης

Revision as of 20:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

ητος, ἡ, (ἁγνός)

   A purity, chastity, integrity, IG4.588.15 (Argos, ii A.D.), 2 Ep.Cor.6.5.

German (Pape)

[Seite 18] ἡ, N. T., Reinheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἁγνότης: -ητος, ἡ, (ἁγνός) καθαρότης, σωφροσύνη, Συλλ. Ἐπιγρ. 1133. Ἐπιστ. π. Κορ. Β΄. β΄. 2.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
pureté, chasteté.
Étymologie: ἁγνός.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 pureza ἐν ἀγρυπνίαις, ἐν νηστείαις, ἐν ἁγνότητι de los discípulos de Cristo, 2Ep.Cor.6.6, de Apolo, Corn.ND 32, cf. Herm.Mand.4.4.4.
2 integridad en un cargo δικαιοσύνης ἕνεκεν καὶ ἁγνότητος IG 4.588.15 (II d.C.).

English (Abbott-Smith)

ἁγνότης, -τητος, ἡ (< ἁγνός),
purity, chastity (cf. ἁγιότης): II Co 6:6 11:3. †

English (Strong)

from ἁγνός; cleanness (the state), i.e. (figuratively) blamelessness: pureness.

English (Thayer)

(ητος, ἡ (ἁγνός), purity, uprightness of life καί τῆς ἁγνότητος after ἁπλότητος (so L Tr text, but Tr marginal reading WH brackets), others read τῆς ἁγνότητος καί before ἁπλότητος Found once in secular authors, see Boeckh, Corp. Inscriptions i., p. 583no. 1133 1. xv. δικαιοσύνης ἕνεκεν καί ἁγνότητος.

Greek Monotonic

ἁγνότης: -ητος, ἡ (ἁγνός), εξαγνισμός, καθαρότητα, αθωότητα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ἁγνότης: ητος ἡ чистота, непорочность NT.

Middle Liddell

ἁγνός
purity, chastity, NTest.

Chinese

原文音譯:¡gnÒthj 哈格挪帖士

詞類次數:名詞(1)

原文字根:純(的)

字義溯源:清潔,純淨,廉潔;源自(ἁγνός)=潔淨的);而 (ἁγνός)出自(ἅγιος)=神聖的);但 (ἅγιος)出自(ἀγοραῖος)Y*=敬畏)。保羅自己身為神的工人,把許多生活為人的許多表現向哥林多信徒述說出來,其中一件就是廉潔(ἁγνότης); 林後6:6),保羅也把他們如同貞潔的(ἁγνός))童女獻給基督,所以就要求他們保持向基督的純一和清潔 (ἁγνότης), 林後11:3)

譯字彙編

1) 清潔(1) 林後11:3;

2) 廉潔(1) 林後6:6