κενοφωνία

Revision as of 20:50, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

English (LSJ)

ἡ,

   A vain talking, Dsc.Praef. 2: in pl., 1 Ep.Ti.6.20, 2 Ep.Ti.2.16, Porph.Chr.58; ἄγραφοι κ. Just. Nov.146.1.2.

German (Pape)

[Seite 1417] ἡ, leere, vergebliche Rede, Sp., wie Diosc. prooem. lib. 1; VLL. erklären ματαιοφωνία.

Greek (Liddell-Scott)

κενοφωνία: ἡ, κενὴ φωνή, τὸ μάταια, ἀνόητα λέγειν, Α΄ Ἐπ. πρ. Τιμ. ς΄, 20, Β΄ β΄, 16.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
parole vide de sens, vain bavardage.
Étymologie: κενός, φρήν.

English (Strong)

from a presumed compound of κενός and φωνή; empty sounding, i.e. fruitless discussion: vain.

Greek Monolingual

κενοφωνία, ἡ (ΑΜ) κενοφωνῶ
το να λέγει κανείς κενά λόγια, ματαιολογία, μωρολογία.

Greek Monotonic

κενοφωνία: ἡ (φωνέω), μάταιη συζήτηση, φλυαρία, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κενοφωνία: ἡ pl. пустословие NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενοφωνία -ας, ἡ [κενός, φωνή] geklets, ijdel gepraat.

Middle Liddell

κενο-φωνία, ἡ, φωνέω
vain talking, babbling, NTest.

Chinese

原文音譯:kenofwn⋯a 咳挪-賀你阿

詞類次數:名詞(2)

原文字根:空的-聲音

字義溯源:空的響聲,虛談,虛妄談論,胡說,喋喋不休;由(κενός)*=虛空的)與(φωνή)*=聲音)組成。參讀 (κενός)同源字

出現次數:總共(2);提前(1);提後(1)

譯字彙編

1) 虛談(1) 提後2:16;

2) 虛妄談論(1) 提前6:20