μοιχεία

Revision as of 21:05, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c2)

English (LSJ)

ἡ,

   A adultery, And.4.10, Lys. 1.36, Pl.R.443a (pl.); μοιχείας γραφαί Phot., Suid. s.v. πέμπτῃ φθίνοντος.

German (Pape)

[Seite 198] ἡ, Ehebruch; Andoc. 4, 10; im plur., Plat. Rep. IV, 443 a; Sp., wie Luc., oft.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχεία: ἡ, ἡ πρᾶξις τοῦ μοιχεύειν ἢ μοιχεύεσθαι, Ἀνδοκ. 30. 17, Λυσ. 95. 13, Πλάτ. Πολ. 443Α· μοιχείας γραφαὶ Μένανδρ. ἐν «Χαλκίδι» 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
crime d’adultère.
Étymologie: μοιχός.

English (Strong)

from μοιχεύω; adultery: adultery.

English (Thayer)

μοιχειας, ἡ (μοιχεύω), adultery: plural (Winer s Grammar, § 27,3; Buttmann, § 123,2): Andocides (405 B.C.>), Lysias), Plato, Aeschines, Lucian, others.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ μοιχεία) μοιχεύω
1. η παράβαση της συζυγικής πίστης, συζυγική απιστία, εξωσυζυγική σχέση.

Greek Monotonic

μοιχεία: ἡ, μοιχεία, ερωτική σχέση εκτός γάμου, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

μοιχεία: ἡ тж. pl. совращение чужой жены, прелюбодеяние Plat., NT: οἱ νόμοι τῆς μοιχείας Lys. законы о прелюбодеянии.

Middle Liddell

μοιχεία, ἡ,
adultery, Plat.

Chinese

原文音譯:moice⋯a 妹黑阿

詞類次數:名詞(4)

原文字根:姦淫 相當於: (זְנוּנִים‎) (זְנוּת‎) (נָאַף‎) (נִאֻפִים‎)

字義溯源:姦淫,行淫,苟合;源自(μοιχεύω)=犯姦淫),而 (μοιχεύω)出自(μοιχός)*=姦夫,犯姦淫的人)

出現次數:總共(3);太(1);可(1);約(1)

譯字彙編

1) 行淫(1) 約8:3;

2) 茍合(1) 可7:21;

3) 姦淫(1) 太15:19