ἄνοιξις

Revision as of 13:10, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A opening, πυλῶν Th.4.67,68; πόρων Thphr.Od. 13; χειλῶν Plu.2.738c, cf. PMag.Lond.46.274 (iv A.D.): pl., Porph. Antr.27; ἄ. τοῦ στόματος, Hebraism for παρρησία, LXX Ez.29.21, 2 Ep.Cor.6.11, Ep.Eph.6.19, etc.

German (Pape)

[Seite 240] ἡ, das Oeffnen, πυλῶν Thuc. 4, 67. 68.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοιξις: -εως, ἡ, (ἀνοίγνυμι) τὸ ἀνοίγειν, τὸ ἄνοιγμα, πυλῶν Θουκ. 4. 67, 88, κτλ. - οὕτω παρὰ Βυζ., ἀνοίξια, «τὰ ἀνοίξια τῆς ἐκκλησίας» τὸ ἐπίσημον ἄνοιγμα· - νῦν ἄνοιξις = ἔαρ, ἴδε ἀνοικτικὸς ἐν τέλει.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
ouverture.
Étymologie: ἀνοίγω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 acción de abrir, apertura πυλῶν Th.4.67, 68, cf. Porph.Antr.27, πόρων Thphr.Od.13, χειλῶν Plu.2.738c, los ojos, Ach.Tat.7.4.5, τοῦ ναοῦ D.C.60.35.1, abs. Hp.Hum.3, Hero Aut.24.1, Horap.1.26, PMag.5.284, como tít. de un ensalmo Ἄνοιξις El Abrepuertas, PMag.13.1064
sisa de una prenda DP 7.49.
2 apertura, inauguración καπηλείου de una taberna, POxy.2109.10, 32 (III d.C.).
3 fig. ἄ. τοῦ στόματος libertad de expresión, Ep.Eph.6.19.

English (Strong)

from ἀνοίγω; opening (throat): X open.

English (Thayer)

ἀνοιξεως, ἡ (ἀνοίγω, which see), an opening: ἐν ἀνοίξει τοῦ στόματος μου as often as I open my month to speak, Thucydides 4,68, 4; τῶν πυλών, id. 4,67, 3; χειλων, Plutarch, mor. (symp. 1. ix. quaest. 2,3), p. 788c.)

Greek Monotonic

ἄνοιξις: -εως, ἡ (ἀνοίγνυμι), άνοιγμα, πυλῶν, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνοιξις: εως ἡ открывание, отпирание (πυλῶν Thuc.; χειλῶν Plut.).

Middle Liddell

ἀνοίγνυμι
an opening, πυλῶν Thuc.

Chinese

原文音譯:¥noixij 安-哀克西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向上-開(著)
字義溯源:開;源自(ἀνοίγω / ἐξανοίγω)=揭開);由(ἀνά)*=上)與(ὀθόνιον)X*=打開)組成
出現次數:總共(1);弗(1)
譯字彙編
1) 開(1) 弗6:19