ἱερουργέω

Revision as of 13:45, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

English (LSJ)

   A perform sacred rites, IG12.4.4, 8, Ph.2.94, etc.    II c. acc., ἱ. τὴν κλίνην, Lat. lectisternium facere, CIG(add.)4528 (Lebanon); ἱ. ζῷα sacrifice them, gloss on σφάξαι, Ammon.Diff.p.127 V.; ἱ. τὸ εὐαγγέλιον minister the gospel, Ep.Rom.15.16; τὸν νόμον v.l. in LXX 4 Ma.7.8:—Med., ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plu.Alex.31:—Pass., τὰ ἱερουργηθέντα victims offered, Hdn.5.5.9, cf. Palaeph.51; -ούμεναι τελεταί celebrated, Iamb.VP3.14; ἱερουργούμενοι βωμοί consecrated, Porph.Marc.18.

Greek (Liddell-Scott)

ἱερουργέω: ἐκτελῶ ἱερὰς τελετάς, Φίλων 2. 94, κτλ. ΙΙ. μετ’ αἰτ., ἱερουργεῖν τὴν κλίνην, στρωννύναι τὴν ἱερὰν κλίνην (ἡ στρῶσις τῆς ἱερᾶς κλίνης ἦν ἑορτὴ παρὰ τοῖς Ρωμαίοις, ἐν ᾗ κοσμήσαντες τὰς τῶν θεῶν κλίνας παρετίθεσαν αὐτοῖς θοίνην), Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθ.) 4528· σφάζω τὸ πρὸς θυσίαν ἱερεῖον, «σφάξαι δὲ τὸ ἱερουργῆσαι τὸ ζῷον» Ἀμμώνιος σ. 132 ἔκδ. Valck.· ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ, ὑπηρετοῦντα εἰς τὸ ἱερὸν εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ, Ἐπιστ. π. Ρωμ. ιε΄, 16· ἱερ. σωτηρίαν τινὸς Γρηγ. Ναζ.· οὕτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Πλουτ. Ἀλέξ. 31. - Παθ., τὰ ἱερουργηθέντα, αἱ γενόμεναι θυσίαι, Ἡρῳδιαν. 5. 5· ἱερουργούμενοι βωμοί, ἐπὶ τῶν ὁποίων προσφέρονται θυσίαι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀμελούμενοι, Πορφύρ. πρὸς Μαρκέλλαν σ. 34.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
s’occuper du soin de en parl. des choses du culte ; Pass. ἱερὰ ἱερουργεῖται LUC le sacrifice s’accomplit;
Moy. ἱερουργέομαι-οῦμαι célébrer une cérémonie religieuse.
Étymologie: ἱερουργός.

English (Strong)

from a compound of ἱερόν and the base of ἔργον; to be a temple-worker, i.e. officiate as a priest (figuratively): minister.

English (Thayer)

ἱερούργω; (from ἱερουργός, and this from ἱερός and ἘΡΓΩ); to be busied with sacred things; to perform sacred rites (Philo, Herodian); used especially of persons sacrificing (Josephus, Antiquities 7,13, 4, etc.); translated, to minister in the manner of a priest, minister in priestly service: τόν νόμον, of those who defend the sanctity of the law by undergoing a violent death, τό εὐαγγέλιον, of the preaching of the gospel, Winer's Grammar, 222 f (209))).

Greek Monotonic

ἱερουργέω: μέλ. -ήσω, εκτελώ θρησκευτικές, ιερές τελετές· με αιτ., ἱερουργέω τὸεὐαγγέλιον, υπηρετώ το ευαγγέλιο, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως στη Μέσ., ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἱερουργέω: (тж. ἱ. τὸ εὐαγγέλιον τοῦ θεοῦ NT и ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.) справлять священные обряды, отправлять богослужение: ἱερὰ ἱερουργεῖται Luc. совершается жертвоприношение.

Middle Liddell

ἱερουργέω, fut. -ήσω [from ἱερουργός
to perform sacred rites: c. acc., ἱερ. τὸ εὐαγγέλιον to minister the gospel, NTest.; so in Mid., ἱερουργίας ἱερουργεῖσθαι Plut.

Chinese

原文音譯:ƒerourgšw 希而-烏而給哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:聖的-行為
字義溯源:作聖殿工作者,作祭司,(作)祭司;由(ἱερόν)=神聖的)與(ἔργον)=行為)組成;而 (ἱερόν)出自(ἱερός)*=聖的), (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 祭司(1) 羅15:16