πρόσχυσις

Revision as of 14:25, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc2)

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A pouring upon, sprinkling, τοῦ αἵματος Ep.Hebr. 11.28.

German (Pape)

[Seite 789] ἡ, das Zugießen, Anspülen, Longin.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσχῠσις: ἡ, ἐπίχυσις, ῥαντισμός, τοῦ αἵματος Ἐπιστ. πρὸς Ἑβρ. ια΄, 28.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de verser sur, effusion.
Étymologie: προσχέω.

English (Strong)

from a comparative of πρός and cheo (to pour); a shedding forth, i.e. affusion: sprinkling.

English (Thayer)

προσχυσεως, ἡ (προσχέω to pour on), a pouring or sprinkling upon, affusion: τοῦ αἵματος, Justin Martyr, Apology 2,12, p. 50d.).)

Greek Monotonic

πρόσχῠσις: ἡ (προσχέω), ράντισμα, ψέκασμα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρόσχῠσις: εως ἡ пролитие (τοῦ αἵματος NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσχυσις -εως, ἡ [προσχέω] besprenkeling:. πεποίηκεν... τὴν πρόσχυσιν τοῦ αἵματος hij heeft (de deurposten) met bloed laten besprenkelen NT Hebr. 11.28.

Middle Liddell

πρόσχῠσις, εως, προσχέω
a sprinkling, NTest.

Chinese

原文音譯:prÒscusij 普羅士-虛西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向著-流
字義溯源:灑在,澆,灑(血),塗敷;由(πρός)=向著)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成,其中 (πρός)出自(πρό)*=前)。比較: (ῥαντισμός)=灑水禮
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 灑(1) 來11:28