νόησις

Revision as of 15:15, 6 November 2019 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

Ion. νῶσις Timo 44.2: εως, ἡ:—

   A intelligence, understanding, noesis, opp. αἴσθησις, Diog.Apoll.3,al., Pl.Ti.28a, etc.; νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι Id.R.529b; superior to διάνοια, ib.511d; including ἐπιστήμη and διάνοια, ib.534a; ὁ νοῦς εἷς καὶ συνεχὴς ὥσπερ ἡ νόησις Arist.de An.407a7; ν. νοήσεως Id.Metaph.1074b34: pl., νοήσεις = processes of thought, Id.de An.407a24, Pr.917a39, Timol.c.    II (concrete) idea, concept, ἡ κοινὴ τοῦ θεοῦ νόησις Epicur. Ep.3p.59U.

German (Pape)

[Seite 258] ἡ, das Wahrnehmen, bes. geistiges, Begreifen, Denken; νοήσει, ἀλλ' οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν, Plat. Rep. VII, 529 b; καὶ λογισμός, 524 b; 534 b umfaßt er damit ἐπιστήμη u. διάνοια; τὸ νοήσει μετὰ λόγου περιληπτόν, Tim. 28 a; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νόησις: Ἰων. νῶσις (Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 9. 23), -εως, ἡ, ἡ διὰ τοῦ νοῦ ἀντίληψις, σκέψις, ἀντίθετον τῷ αἴσθησις, Διογ. Ἀπολλων. Ἀποσπ. 4-6, Πλάτ. Τίμ. 28Α, κτλ. νοήσει καὶ οὐκ ὄμμασι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 529Β· ἀνώτερον τοῦ διάνοια, αὐτόθι 511D· ἐν τῷ πληθ., Ἀριστ. Προβλ. 18. 7, 4.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de se mettre dans l’esprit, intellection, conception ou intelligence d’une chose;
2 faculté de penser, intelligence, esprit.
Étymologie: νοέω.

Greek Monotonic

νόησις: ἡ, Ιων. νῶσις, -εως, ευφυΐα, διάνοια, σκέψη, αντίληψη μέσω του μυαλού, αντίθ. προς το αἴσθησις, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

νόησις: ион. тж. νῶσις, εως ἡ мышление, умозрение (νοήσει, ἀλλ᾽ οὐκ ὄμμασι θεωρεῖν Plat.; οὐκ ἐπὶ τοῦ πράγματος, ἀλλ᾽ ἐπὶ τῆς νοήσεως Arst.).

Middle Liddell

νόησις, ιονιξ νῶσις, εως,
intelligence, thought, Plat.